Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013

Χάρτης ΜΙΔΕΑΣ

Χάρτης της Μιδέας με τα σημαντικότερα σημεία, στα Google Maps

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013

Παρατσούκλια και Προσφωνήσεις

Παρατσούκλια και Προσφωνήσεις

Στο Γκέρμπεσι, μπορούμε να το πούμε, ο καθένας και το παρατσούκλι του. Δύσκολα μπορούσες να αναζητήσεις και να βρεις  Γκερμπεσιώτη με το επίσημο ονοματεπώνυμό του. Ακόμη και σήμερα δε θα ζητήσεις τον Κώστα Λέκκα αλλά τον Κώστα του Πιτσάκη ή συνηθέστερα το ΚωτσΠιτσάκη και αμέσως θα σου δείξουν το σπίτι του. Και στα γραφτά μου σήμερα, δίπλα στο κανονικό όνομα προσθέτω και το παρατσούκλι, γιατί με διευκολύνει και δεν χρειάζεται να σκεφτώ. Ήταν αδιανόητο να μην έχεις το παρατσούκλι σου, χωρίς αυτό τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα ήσουν δύσκολα προσδιορίσιμος. Ήμουν ο Κίτσιος του Νταή, ο Χρήστος Κώνστας ήταν άγνωστος για τους πολλούς. Ο καθένας μας έχει το παρατσούκλι του, οπωσδήποτε το οικογενειακό και βοηθητικά το ατομικό του. Πίστευα πως η απόδοση προσωνύμιου και η ευρεία χρήση του ήταν χαρακτηριστικό των αρβανητάδων, όμως περιορισμένη έρευνα έδειξε πως τουλάχιστον στην παλιά Ελλάδα το φαινόμενο ήταν γενικευμένο. Φυσικά σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία η απόκτηση προσωνύμιου ήταν προνόμιο των ανδρών∙ οι γυναίκες σπάνια αποκτούσαν δικό τους παρατσούκλι, συνήθως παίρνανε το παρατσούκλι του συζύγου τους:  η μάνα μου ήταν η «ΓιανhΝταέσια». Τα παρατσούκλια αναμφισβήτητα είναι γλωσσικά δημιουργήματα του λαού και εκφράζουν είτε σκωπτική, σατιρική διάθεση, είτε χαρακτηρίζουν κάποια ιδιαίτερα σωματικά χαρακτηριστικά  ή ιδιορρυθμίες συμπεριφοράς. Για το καινούριο όνομα φιλότιμα φροντίζουν ο δάσκαλος, οι φίλοι και οι συγχωριανοί∙ μερικοί μάλιστα διακρίνονται για τις ιδιαίτερες επιδόσεις τους στην επιτυχημένη και απόλυτα ταιριαστή ονοματοδοσία.
Οι Γκερμπεσιώτες, λοιπόν,  στις καθημερινές τους συζητήσεις, δεν προσδιόριζαν τους άνδρες με το όνομά τους και το επώνυμο, αλλά με το όνομά τους και το όνομα του πατέρα τους σε μία λέξη, όπως για παράδειγμα «ο ΠανΘύμιος», σημαίνει ο Πάνος ο γιος του Θύμιου, ακόμη ΘύμιοΠάνας, ΤάσhΠάνας, ΠανΘανάσης, ΜήτσιοΠάνας κ.λ.π., ενώ τους προσφωνούσαν είτε με το όνομά τους είτε με το παρατσούκλι τους, εφόσον αυτό είχε γίνει γενικά αποδεκτό.
                Οι γυναίκες, αν ήσαν ανύπαντρες  προσδιορίζονταν με το όνομά τους και το όνομα του πατέρα τους ενωμένο με το παρατσούκλι του, η Σοφία του ΚίτσιοΜαλλή. Εάν ήσαν παντρεμένες προσδιορίζονταν με το όνομά τους και το όνομα του συζύγου τους ενωμένο με το παρατσούκλι του, η Φωτεινή του ΓιάνΝταή, όταν όμως την καλούσες ή της απηύθυνες το λόγο, εάν ήσουν συγγενής της ήσουν υποχρεωμένος να την ονομάσεις με το όνομά της ή αν ήταν μεγαλύτερή σου να προτάξεις τη λέξη μπάμπα και συνηθέστερα τους συγκεκομμένους τύπους μπάμπ ή μπα (για συντομία) ήτοι ΜπάμπαΜαρίνα ή ΜπαμπΜαρίνα ή ΜπαΜαρίνα, εάν όμως ήσουν συγγενής με το σύζυγό της θα την καλούσες με ένα είδος κτητικού, παραγόμενου από το όνομα του συζύγου της, όπως Γιαννού ή Γιάνλια, Μήτσλια, Κώτσλια, Πάνλια, Θανάσλια κ.λ.π. Τα σύμφωνα πριν την κατάληξη  «λια» προφέρονται χωριστά.
                Τα παιδιά ήταν του πατέρα και ερωτώμενα τίνος είναι έπρεπε να απαντήσουν με το όνομα του πατέρα τους και ποτέ της μάνας. Εάν παρέβαιναν τον κανόνα, δέχονταν τις παρατηρήσεις των τυχόν παρευρισκομένων. Θυμάμαι πως η γριά Τζιότζιλια ρώτησε την αδερφή μου, «Μωρή, ποιανού είσαι σύ; Της Φωτεινής του Νταή, απάντησε εκείνη και η ΓριάΤζιότζιλια, «Μωρή, πού σε βρήκε η Φωτεινή; Του ΓιάνhΝταή είσαι».
............................................................................. 

Παρατσούκλι, (μεσαιωνικό:  παρατσούκλιον) από «παρατίτλιον», υποκοριστικό του μεσαιωνικού (6ος αιώνας)  «παράτιτλον», περιθωριακό σχόλιο, σχόλιο στο περιθώριο, <παρά και ελληνιστικό τίτλος> (Ετυμολογικό λεξικό Μπαμπινιώτη σελ. 1049 και Ανδριώτη , σελ. 267).
Γιώργος Ιωάννου, «Τα παρατσούκλια», Η σαρκοφάγος. Πεζογραφήματα, Αθήνα, έκδ. Κέδρος, 1992, σελ. 35-40 και στο Internet, ένα πολύ νόστιμο διήγημα για το τί τράβηξε μικρός με το παρατσούκλι που του είχαν κολλήσει.
Χρησιμοποιώ το λατινικό γράμμα h για να δείξω πως το προηγούμενο σύμφωνο πρέπει να προφερθεί μαλακά, όπως στη λέξη νιάου, λιαλιά κ.λ.π.
...............................................................................

Ακολουθεί συλλογή από παρατσούκλια Γκερμπεσιωτών, που δεν εξαντλεί φυσικά το σύνολο. Η επιλογή έγινε με βάση τον χρόνο δημιουργίας των παρατσουκλιών και όπως προκύπτει από τον κατάλογο περιλαμβάνονται μόνο τα παλαιότερα. Θα ακολουθήσει και άλλος κατάλογος με τα νεώτερα παρατσούκλια, αφού βέβαια εξασφαλίσουμε τη συναίνεση των κατόχων-φορέων τους.
Σε κάποια από αυτά επιχειρούμε να καταγράψουμε την έννοια ή την αιτία της δημιουργίας του προσωνυμίου. Θα συνεχίσουμε την προσπάθεια αποκωδικοποίησης των προσωνυμίων, χωρίς όμως τη βοήθειά σας δεν είμαι βέβαιος για το αποτέλεσμα και για το λόγο αυτό θερμά παρακαλώ όποιον έχει κάποια ιδέα ή πληροφορία σχετικά με τον τρόπο ή το λόγο που δημιουργήθηκε ένα προσωνύμιο καθώς και για το δημιουργό του να επικοινωνήσει μαζί μου.

Βίλης, ο Αθανάσιος Δημητρίου Γεώργας (1869) και οι απόγονοί του,
Βότσης, ο Κωνσταντίνος Γεωργίου Παπαγεωργόπουλος (1876) και οι απόγονοί του (Μπακατσιέλας),
Βώκος, ο Παναγιώτης Ιωάννου Παπαγεωργόπουλος (1915) και ο απόγονός του (Μπακατσιέλας),
Γιαγκούλας, ο Ιωάννης Παναγιώτη Κορίλης (1914) και οι απόγονοί του (Παζής),
Γιουρούσης ή Λιώσης, ο Δημήτριος Αναστασίου Παπαγεωργόπουλος (1841) και οι απόγονοί του,
Γιωργούτσος, ο Γεώργιος Σωτηρίου Γεώργας (1901),
Γκοντόμης, ο Γεώργιος Βασιλείου Λιλής (1912 και οι απόγονοί του,
Γόφης, ο Δημήτριος Γεωργίου Παπαγεωργόπουλος (1809), γιος του παπαΓιώργη,
Ζιάγκας, ο Ανδριανός Μήτρου Κώστας-Κώνστας-Κορίλης) (1808) και οι απόγονοί του,
Ζιούβας, ο Γεώργιος Κωνσταντίνου Παπαγεωργόπουλος (1914), (Μπακατσιέλας),
Ζουμπούλης, ο Χρήστος Παναγιώτη Παπαγεωργόπουλος (1878) (Μπακατσιέλας),
Κανάρης, ο Παναγιώτης Χρήστου Παπαγεωργόπουλος (1902) και οι απόγονοί του (Μπακατσιέλας),
Κανέλλος, ο Γεώργιος Γεωργίου Υψηλάντης (1914) και οι απόγονοί του,
Καραδήμας, ο Γεώργιος Ιωάννου Δήμας και οι απόγονοί του,
Καραντούσης, ο Αναστάσιος Ιωάννου Παπαγεωργόπουλος (1895) και οι απόγονοί του (Τζενεράλης),
Καραχάλιος, ο Αναστάσιος Παναγιώτη Ζαχαριάς (1866), πατέρας της Τσιγκολέσιας,
Καρπούλης, ο Δημήτριος Γεωργίου Υψηλάντης (1890),
Κατάτσος, ο Αναστάσιος Παναγιώτου Κορίλης (1918) (Παζής),
Κατσιός, ο Ιωάννης Γεωργίου Κορίλης (1905) και οι απόγονοί του,
Καφετζής και ΚώτσΜπέζας, ο Κωνσταντίνος Γεωργίου Γεώργας(1897) και οι απόγονοί του,
Κιμέτος, ο Ιωάννης Αναστασίου Υψηλάντης (1900) και οι απόγονοί του,
Κλάπης, ο Κωνσταντίνος Γεωργίου Γεώργας (1852), και οι απόγονοί του, γιατί έτρωγε πολύ γρήγορα, κλαπ-κλαπ (πληροφορία από τον  συνονόματο εγγονό του),
 Κόκας, (Κιτσικόκας), ο Χρήστος Γεωργίου Λέκκας (1866), μετακόμισε στο Ναύπλιον, όπου δημιούργησε οικογένεια, (Αλβανικά: kok/ё-a= το κεφάλι)
Κολιάμης, ο Γεώργιος Νικολάου Ρέππας, από τον πατέρα του Νικόλαο (Κόλια) και οι απόγονοί του,
Κολοντούρος, ο Δημήτριος Αναστασίου Κορίλης (1903) και οι απόγονοί του, ο σκληρόκωλος,
Κολούτσος, ο Νικόλαος Παναγιώτη Λέκκας (1906) και οι απόγονοί του, από το όνομα Νικόλαος ð  Κόλιας ðΚολούτσος,
Κόρδας, ο Παναγιώτης Γεωργίου Παπαγεωργόπουλος (1864) (Μπακατσιέλας)
Κότρος, ο Θωμάς Γεωργίου Παπαγεωργόπουλος (1904) και οι απόγονοί του,
Κουκούδας, ο Χρήστος Γεωργίου Κορίλης-Κώνστας (Νταής) (1872)∙ στα Αρβανήτικα η λέξη kukudh (κουκούδ), ως ουσιαστικό σημαίνει μικρό κοκκώδες εξάνθημα (σπυρί) και ως επίθετο έρημος, ολομόναχος «mbeti kukudh=έμεινε έρημος, ολομόναχος», του το κόλλησαν, γιατί στα δώδεκα χρόνια πέθανε ο πατέρας του και στα δέκα τρία η μητέρα του και δεν είχε άλλον κανένα κοντινό συγγενή, γιαυτό και πήγε κοπέλι στον μπάρμπα του τον ΠανΜπρέκα μέχρι τα δέκα οχτώ του χρόνια, που τον πάντρεψαν με την Κάτε του Μπακοθανάση. Μετά την παντριά του οι Μπρεκαίοι με τους Μπακοθανάσηδες ήθελαν  να ρυθμίζουν αυτοί τη ζωή του ζευγαριού , αλλά ο Χρήστος δεν επέτρεπε επεμβάσεις στη ζωή του, με άλλα λόγια τ’ όλεγε η ψυχή του και όταν οι συγγενείς του θέλησαν να τον νουθετήσουν, αυτός ανέβηκε στη ράχη πάνω από τις συκιές του Μπακοθανάση στη «Λιούτσουζα» και πετώντας βροχή τις πέτρες τους ανάγκασε να φύγουν και να μη τον ξαναενοχλήσουν. Αυτά μου τα είχε διηγηθεί ο ίδιος ο παππού Χρήστος, ο παππούς μου.
Κουτούλης, ο Ιωάννης Παναγιώτου Παπαγεωργόπουλος (1855) και οι απόγονοί του, του οποίου το παρατσούκλι «Κουτούλης» του τόδωσε ο γερο Παζής, γιατί ο Γιάννης ήταν ζωοκλέφτης και κάποιος διηγήθηκε στον ΓεροΠαζή πως περνώντας από το σπίτι του Γιάννη είδε φως και κρεμασμένο στο πάτερο ένα κλεμμένο σφαχτό και ο γερο Παζής είπε κοροϊδευτικά στ’ αρβανίτικα «Αϊ Κουτούλη, άσhτου ε βάρι;» (Αυτός ο Κουτούλης έτσι το κρέμασε;)», εννοώντας, προφανώς, πως το είχε κρεμάσει σε κοινή θέα και δεν είχε προνοήσει να το κρύψει και του έμεινε «Κουτούλης»,
Κριθάρος, ο Γεώργιος Χρήστου Κορίλης (1840) (πατέρας του Νταή)∙ ήταν φτωχός και στο σπίτι τρώγανε ψωμί από κριθάρι και όχι από σιτάρι,
Κωτσιαρίκος, ο Κωνσταντίνος Ιωάννου Παπαγεωργόπουλος (1900) (Πιλιαφάς) και οι απόγονοί του, ο μικρός Κώστας,
Λιάπας, ο Κωνσταντίνος Ιωάννου Παπαγεωργόπουλος (1832) και οι απόγονοί του,
Λιέσης, ο Ιωάννης Γεωργίου Φρίμης, (Αλβανικά lesh, -і= το μαλλί και συνεπώς ο μαλλιαρός,
Λιολιάκης, ο Γεώργιος Ιωάννου Κώστας-Κορίλης (1867),Γεώργιος= αρβανήτικα Λιόλης και υποκοριστικό Λιολιάκης, δηλαδή ο μικρός Λιόλης
Λιόπας, ο Ιωάννης Δημητρίου Δήμας(1903), (Αλβανικά: lopё, a και σημαίνει αγελάδα),
Λιώσης ή Γιουρούσης, ο Δημήτριος Αναστασίου Παπαγεωργόπουλος (1841) και οι απόγονοί του,
Μαδάρος, ο Γεώργιος  Χρήστου  Λέκκας (1864) και οι απόγονοί του,
Μαλλής, ο Ιωάννης Χρήστου Κορίλης (1861) και οι και οι απόγονοί του,
Μαλλιάς, ο Δημήτριος Γεωργίου Παπαγεωργόπουλος  (1877) και οι απόγονοί του (Μπακατσιέλας),
Μάνθος, ο Ιωάννης Γεωργίου Λέκκας (1869) και οι απόγονοί του,
Μερακλής, ο Παναγιώτης Γεωργίου Λέκκας (1859), προπάππος του ΜητσιοΣαρδελά,
Μιάτσης, ο Ιωάννης Γεωργίου Παπαγεωργόπουλος (1871) και οι απόγονοί του (Μπακατσιέλας),
Μίκης, Γεώργιος Παναγιώτου Παπαγεωργόπουλος (1907) και οι απόγονοί του, (Μπακατσιέλας)
Μόσμης, ο Ευάγγελος Αναστασίου Κορίλης (1898) και οι απόγονοί του,
Μπακατσέλας, ο Γεώργιος Παναγιώτη Παπαγεωργόπουλος (1841) και οι απόγονοί του,
Μπακοθανάσης, ο Αθανάσιος Δημητρίου Παπαγεωργόπουλος, (1832) γιος του παππούΓόφη,
Μπάλης, ο Ιωάννης Γεωργίου Λέκκας (1846)∙ πήρε σώγαμπρο τον Κωνσταντίνο Ιωάννου Υψηλάντη (Φαφούτη), που κληρονόμησε και το παρατσούκλι «Μπάλης»∙ (Αλβανικά: bal/ё, -a= το άσπρο στίγμα στο κεφάλι ή στο σώμα που έχουν μερικά κατοικίδια, η μπάλια, η βούλα, επίθ. balёr (i-e),
Μπαλωτής, ο Γεώργιος Χρήστου Κορίλης,από τις Λίμνες (1924), γιατί ο πατέρας του ήταν μπαλωματής,(Αλβανικά: mballomatar/i=μπαλωματής, mballomё/a =το μπάλωμα, mballos=μπαλώνω
Μπαρμπέτας, ο Αθανάσιος Αναστασίου Παπαγεωργόπουλος (1884)∙ Μπαρμπέτα  είναι  η φαβορίτα (Ιταλική λέξη: barbetta=το μούσι), δε γνωρίζουμε εάν ο Μπαρμπέτας στη νεότητά του είχε φαβορίτες ή μούσι ή εάν είχε ασκήσει το επάγγελμα του μπαρμπέρη∙ προβατοβοσκό τον γνωρίσαμε,
Μπατζιάβαλης, ο Γεώργιος  Ιωάννου  Παπαγεωργόπουλος (1902) και οι απόγονοί του. Ο Μπατζιάβαλης ήταν Χελιώτης μεγαλοποιμένας και όταν η οικογένεια του ΓιαννΜιάτση  μοίρασε το κοπάδι, ο Μπατζιάβαλης πήρε στο μερίδιό του καμιά εικοσαριά πρόβατα, ενώ ο αδερφός του Παναγιώτης (Βώκος)  εκτός από το μερίδιό του πήρε και τα μερίδια της μητέρας του και της αδερφής του Γεωργίας. Ετσι, όταν ο Μπατζιάβαλης κατέβαινε με το κοπαδάκι του από τον ΑϊΓιάννη της Κ..ρλιας, ο Βώκος σχολίασε ειρωνικά στ’ αρβανήτικα, βέβαια, «κάντε στην άκρη, γιατί περνάει ο Μπατζιάβαλης με τα κοπάδια του». Ετσι, του’ μεινε Μπατζιάβαλης, παρώνυμο που ακολούθησε και τους απογόνους του,
Μπέζας, ο Δημήτριος Ιωάννου Γεώργου (Γεώργας) (1839) και οι απόγονοί του, παππούς του ΜήτσιοΜπέζα και του ΚώτσΜπέζα,
 Μπρέκας, ο Παναγιώτης Αναστασίου Παπαγεωργόπουλος (1846), πατέρας του Θύμιο και τουΤάσhΠάνα και οι απόγονοί του, (Αλβανικά brekё-t=το βρακί, το σώβρακο)
Μυλωνάς, ο Ιωάννης Σπυρίδωνος Παπαγεωργόπουλος (1856) και οι απόγονοί του,
Νταής, ο Χρήστος Γεωργίου Κορίλης-Κώνστας (1872) και οι απόγονοί του, Ίδε Κουκούδας,
Νταούτσος, ο Παναγιώτης Βασιλείου Παπαγεωργόπουλος (1918) και οι απόγονοί του,
Παζής, ο Παναγιώτης Ιωάννου Κορίλης-Κώστας (1867) και οι απόγονοί του,
Παλιάτσιος, ο Γεώργιος Ιωάννου Παπαγεωργόπουλος (Μυλωνάς) (1904),
Πιλιαφάς, ο Γεώργιος Δημητρίου Παπαγεωργόπουλος (1826), γιός του παππούΓόφη,
Πιτσάκης, ο Σωτήριος Δημητρίου Λέκκας  (1839) και οι απόγονοί του,
Πούλος, ο Δημήτριος Αναστασίου Δουφέκας (1874 ή 1868) και οι απόγονοί του,
Πουτσαραίοι, γενάρχης ήταν ο Γεώργιος Αναστασίου Λέκκας (1814) και απόγονοί του ήσαν ο ΓιανhΜπάλης, ο ΤασhΤσιάος, ο ΚωτσhΠουτσαράς, ο ΠανΜερακλής και ο ΚίτσιοΚόκας,
Ρίσος, ο Παναγιώτης Αναστασίου Παπαγεωργόπουλος (1922) και οι απόγονοί του,
Ρουκουνιώτης, ο Νικόλαος Γεωργίου Γεώργας (1872), πατέρας της ΚωτσηΡέπ.λιας,το καλύβι του το είχε πίσω από το σπίτι του Γιουρούση,
Ρούτσιος, ο αρχικός Δημήτριος Αναστασίου Λέκκας (1853) και οι απόγονοί του,  
Σαρδελάς, ο Παναγιώτης Δημητρίου Λέκκας (1917), γιατί αφαίρεσε με άλλους από το μαγαζί του ΚωτσΜπάλη ένα μισοάδειο δοχείο με παστές σαρδέλες,
Σιαντούλης, ο Γεώργιος Ιωάννου Λέκκας (1876) (αδερφός της Κωτσημπάλιλιας και της Τζιότζιλιας),
Σκούρκος, ο Γεώργιος Ιωάννου Παπαγεωργόπουλος (1912) και οι απόγονοί του (Τζενεράλης),
Τζενεράλης, ο Αναστάσιος Γεωργίου Παπαγεωργόπουλος (1863)  και οι απόγονοί του,
 Τζιάλας, ο Μιχαήλ Χρήστου Λέκκας (1869), αδερφός του Μαδάρο και πεθερός του ΣωτηροΨηλάντη,
Τζίγκας, ο Ιωάννης Κωνσταντίνου Παπαγεωργόπουλος  (1873) και οι απόγονοί του,
Τζιότζιος, ο Γεώργιος Χρήστου Παπαγεωργόπουλος (1886) και οι απόγονοί του,
Τσιάος, ο Αναστάσιος Γεωργίου Λέκκας (1845) και οι απόγονοί του,
Τσιούφης, ο Δημήτριος Γεωργίου Παπαγεωργόπουλος (1846) (Πιλιαφάς),
Φαφούτης, ο Παναγιώτης Ιωάννου Υψηλάντης (1896) και οι απόγονοί του,
Φέντης, ο Γεώργιος Κωνσταντίνου Γεώργας (1832) και οι απόγονοί του, πατέρας του ΚωτσΦέντη, του ΘωμάΦέντη και του ΣωτηροΦέντη,
Φρ.στης (Φρёσhτης) (ΠαναοΔήμας), ο Παναγιώτης  Γεωργίου Δήμας (1881),




Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2013

Τα σπίτια στο Γκέρμπεσι - Αρχιτεκτονική εξέλιξη των χώρων κατοικίας



Τα σπίτια στο Γκέρμπεσι
Αρχιτεκτονική εξέλιξη των χώρων κατοικίας

Στο Γκέρμπεσι ο παραδοσιακός τύπος σπιτιού, που «εκφράζει από τη μια ένα κοινό τρόπο ζωής και από την άλλη μια κοινή κατασκευαστική γνώση» ήταν το γνωστό μας «μακρυνάρι», δηλαδή ορθογώνιο, στενόμακρο, κεραμοσκεπές και πετρόκτιστο κτίσμα. Είναι  ένας παμπάλαιος τύπος αγροτικής κατοικίας, χτισμένος με τον μεγάλο άξονα οριζόντια ή κάθετα προς τις υψομετρικές καμπύλες ανάλογα με τις ανάγκες και τη διαμόρφωση του εδάφους.  Έχει σχεδόν πάντοτε μεσημβρινό προσανατολισμό και την είσοδο στο μέσον της μεγάλης πλευράς και οπωσδήποτε αυλή και πέρα από αυτήν μικρό ή μεγαλύτερο χώρο για καλλιέργεια κήπου ή και για κάτι περισσότερο, το λεγόμενο «γιούρτι». Περιβάλλεται για λόγους ασφαλείας από χαμηλό πετρόκτιστο τοίχο ή ξερολιθιά,  πάνω στην οποία τοποθετούσαν δεμάτια με ξύλα, συνήθως πουρνάρια ή σφάλαχτρα,  που με τα αγκάθια τους εμπόδιζαν τα ζώα να μπαίνουν στην αυλή ή στο γιούρτι. Η επικοινωνία  γινόταν από  μεγάλη δίφυλλη, ξύλινη αυλόπορτα με υπέρθυρο σκεπασμένο με κεραμίδια προς την πλευρά του διερχόμενου δρόμου, που ασφάλιζε με αμπάρα. Η κτηριολογική εξέλιξη είναι αντίστοιχη με την εξέλιξη των χρήσεων, που τελικά καθορίζουν τους επί μέρους τύπους σπιτιών. Έτσι, τα σπίτια εξελίσσονται με τέτοια συνέπεια, που ο κάθε τύπος φαίνεται να γεννιέται μέσα από τον προηγούμενό του. Κατά την έναρξη της δημιουργίας του οικισμού τα πρώτα καλυβόσπιτα βρίσκονται το ένα μακριά από το άλλο και κάθε οικογένεια ορίζει γύρω από τη διαμονή της μία έκταση γης, έτσι που κάθε καινούρια γενιά θα βρίσκει το «σπιτοτόπι» της. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργούνται ομάδες σπιτιών, γειτονιές, που ανήκουν στο ίδιο γένος. Χαρακτηριστικές είναι οι εγκαταστάσεις των Παπαγεωργοπουλαίων, των Λεκκαίων, και των Ρεππαίων. Οι Κοριλαίοι, παρότι είναι το δεύτερο σε μέγεθος γένος, φαίνεται πως εγκαταστάθηκαν στον οικισμό αργότερο, όταν είχαν ήδη καταληφθεί τα καλά κομμάτια και σκόρπισαν σ’ όλο το χωριό. Ο Ανδρέας Κορίλης-Κατσιός λέει χαρακτηριστικά πως «όλα τα χωράφια των Κοριλαίων είναι αγορασμένα».
Ο χαρακτηριστικός τύπος κατοικίας είναι το ισόγειο σπίτι, που εξελίσσεται οριζόντια με την προσθήκη νέων χώρων ανάλογα με τις ανάγκες και την οικονομική εξέλιξη των κατοίκων και που απαντάται σε πολλές παραλλαγές.

Στην αρχική του μορφή το σπίτι αποτελείται από ένα μονόχωρο ισόγειο κτίσμα με χωμάτινο δάπεδο και  δίρριχτη κεραμοσκεπή στέγη χωρίς καμινάδα (μονόσπιτο ή χαμώγειο). Οι τοίχοι είναι κτισμένοι με πέτρες και λάσπη από χώμα και δεν είναι σοβαντισμένοι εσωτερικά ούτε εξωτερικά. Το σπίτι χρησιμοποιείται τόσο για τη ενδιαίτηση της οικογένειας όσο και για το σταυλισμό των «μεγάλων» ζώων αλλά και των οικόσιτων και την αποθήκευση ζωοτροφών. Εσωτερικά χωρίζεται σε δύο τμήματα από τα οποία το ένα χρησιμοποιείται για τον σταυλισμό των ζώων και την αποθήκευση ζωοτροφών (αχούρι) και το άλλο, «η γωνιά», που χρησιμοποιείται  για την ενδιαίτηση της οικογένειας, την αποθήκευση της παραγωγής και την φύλαξη των εργαλείων. Μοναδικό διαχωρισμό των χώρων αποτελεί η υπερύψωση του επιπέδου διαμονής της ανθρώπινης οικογένειας κατά μία βαθμίδα. Στο μέσον του μεγάλου μεσημβρινού τοίχου είναι η πόρτα, που αντιστοιχεί στη γωνιά και που χρησιμοποιούν από κοινού άνθρωποι και ζώα καθώς επίσης και ένα η δυο παράθυρα μικρού μεγέθους. Στη «γωνιά» η οργάνωση είναι στοιχειώδης. Σε κάποιο σημείο της, συνήθως στο μέσον βρίσκεται σε πεζούλι ή άλλοτε χωρισμένη κυκλικά με πέτρες η εστία, όπου ανάβουν τη φωτιά είτε για την παρασκευή του φαγητού είτε για θέρμανση. Η εστία δεν έχει καμινάδα για την απαγωγή του καπνού, που διαχέεται σ’ όλο τον χώρο και διαφεύγει μέσα από τα ανοίγματα της σκεπής, αφού τα κεραμίδια δεν τα έχουν πιάσει με λάσπη. Στους τοίχους έχουν τοποθετήσει ξύλινα παλούκια ή έχουν κατασκευάσει εσοχές, τις «πονίτσες», για την τακτοποίηση των πραγμάτων του νοικοκυριού. Στο Γκέρμπεσι το τελευταίο μονόχωρο σπίτι ήταν του Κανάρη.
Πονίτσα στου Μίκη (λήψη 30-9-2013)

Εξέλιξη του μονόχωρου σπιτιού αποτελεί το τρίχωρο και το ημίπατο με κύριο χαρακτηριστικό τον σαφή διαχωρισμό του χώρου διαμονής των ανθρώπων από το χώρο σταυλισμού των ζώων. Εξωτερικά το σπίτι αποτελείται από ένα όγκο και διατηρεί την αρχιτεκτονική μορφή του «μακριναριού», έχει τετράρριχτη και σπανιότερα τρίρριχτη στέγη με καμινάδα, είναι μεγαλύτερο σε όγκο και επιφάνεια και με περισσότερα ανοίγματα. Οι τύποι αυτοί σπιτιών απαντώνται σε διάφορες παραλλαγές με βασική εκείνη του αχυρώνα, εάν, δηλαδή, ο αχυρώνας αποτελεί συνέχεια του μακρυναριού ή είναι χωριστό κτίσμα.
Το σπίτι του Μίκη-τρίχωρο με μεσάρι (λήψη 1-10-2013)
Το σπίτι του Βασ. Δουφέκα-τρίχωρο










Το τρίχωρο περιλαμβάνει τρεις βασικά χώρους, ήτοι το μεσαίο δωμάτιο (το μεσάρι), στο οποίο οδηγεί η είσοδος και που χρησιμοποιείται κυρίως για την παραγωγική δραστηριότητα της οικογένειας και εν μέρει ως αποθηκευτικός χώρος, το χώρο διαμονής των ανθρώπων (χειμωνιάτικο), που μπορεί να είναι υπερυψωμένος κατά 1-2 σκαλοπάτια και τη σάλα, που χρησιμοποιείται ως χώρος υποδοχής και διανυκτέρευσης. Στη μια άκρη του σπιτιού ή σε χωριστό κτίσμα βρίσκεται το αχούρι για τον σταυλισμό των ζώων και την αποθήκευση των ζωοτροφών με δική του είσοδο και ενδεχομένως μικρή αποθήκη. Χαρακτηριστικό είναι το σπίτι του Μίκη.
Το μεσάρι στο σπίτι του
Μίκη (λήψη 1-10-2013)
 Ο τύπος του ημίπατου είναι τρίχωρος με κατώι.  Η πόρτα εισόδου οδηγεί στο μεσαίο δωμάτιο (μεσάρι), που είναι ο χώρος της παραγωγικής δραστηριότητας της οικογένειας. Δίπλα είναι το χειμωνιάτικο, υπερυψωμένο κατά ένα ή δύο σκαλοπάτια και από την άλλη πλευρά του μεσαριού αναπτύσσεται υπερυψωμένο κατά δύο έως πέντε σκαλοπάτια ένα δωμάτιο (το πάτι), που χρησιμοποιείται ως χώρος υποδοχής και ύπνου. Κάτω από το πάτι είναι το κατώι, που διαχωρίζεται οριζόντια από το πάτι με ξύλινο πάτωμα και χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την αποθήκευση τροφίμων, της αγροτικής ή κτηνοτροφικής παραγωγής και την φύλαξη των εργαλείων. Το κατώι έχει εσωτερική και εξωτερική είσοδο και είναι χαμηλότερο κατά 2-3 σκαλοπάτια. Χαρακτηριστικό είναι το σπίτι του ΚώτσηΡέππα. Σε άλλη παραλλαγή του ημίπατου, το πάτι αποτελείται από δύο δωμάτια (σάλα και χειμωνιάτικο) και προθάλαμο και από κάτω υπόγειο, που διαχωρίζεται με ξύλινο πάτωμα. Χαρακτηριστικό είναι το σπίτι του Νταή. 
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι κάτοικοι ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία, ενώ η κτηνοτροφία και η μελισσοκομία ήταν βοηθητικές απασχολήσεις. Το είδος αυτό της απασχόλησης επέβαλε τη χρήση μεγάλων ζώων είτε για άροση είτε για μεταφορά και κάθε σπίτι είχε τουλάχιστον ένα μουλάρι και ένα ή δύο γαϊδούρια. Ετσι, προέκυψε η ανάγκη, να κατασκευάζουν μεγάλα αχούρια τόσο για τον σταυλισμό των ζώων όσο και για την αποθήκευση σημαντικών ποσοτήτων ζωοτροφών. Τα περισσότερα σπίτια είχαν αχυρώνα χωριστό από το κυρίως σπίτι.

                                                   
 Το σπίτι του Νταή, ημίπατο με υπόγειο,                                                                  Το σπίτι του ΚώτσηΡέππα, ημίπατο με κατώι
ανακανισμένο (λήψη 19-4-2009)                                                                                                                           (λήψη 30- 09- 2013) 


Το χειμωνιάτικο ή γωνιά, αποτελεί το χώρο συγκέντρωσης της οικογένειας.  Σε εσοχή ενός από τους τοίχους βρίσκεται το τζάκι ή παραστιά (παραεστία) ή βάτρα (Αλαβανικά vatёr- ra), που χρησιμοποιείται τόσο για την παρασκευή του φαγητού όσο και για τη θέρμανση της οικογένειας κατά τους χειμερινούς μήνες. Το κούτελο του τζακιού σκεπάζεται με το «τζακόπανο», επίμηκες ύφασμα του αργαλειού ή αγορασμένο και κεντημένο. Πάνω στο τζάκι τοποθετείται η λάμπα πετρελαίου, ενώ μέσα κρέμεται ο λύχνος για να φωτίζει το εσωτερικό. Επίσης μέσα στο τζάκι βρίσκεται η μασιά, η τσιμπίδα και η σιδεροστιά ή πυροστιά.
Το πάτωμα είναι σκεπασμένο με κουρελούδες και γύρω από το τζάκι είναι τοποθετημένα τα σκαμνιά. Στον τοίχο υπάρχει μικρή κρεμάστρα καθώς και η πιατοθήκη στολισμένη με τα «πιατόπανα», ενώ στο επάνω ράφι είναι τοποθετημένα ελαφρά μαγειρικά σκεύη και δίπλα η «κουταλοθήκη». Σε κάποιο σημείο του χειμωνιάτικου, συνήθως πίσω από την πόρτα, βρίσκεται ο «σοφράς»,  χαμηλό τραπέζι, στρογγυλό ή παραλληλόγραμμο, που συγκεντρώνει την οικογένεια για το βραδινό συνήθως φαγητό. Βλέπετε, η γεωργική απασχόληση δεν επέτρεπε τη μεσημεριανή συνάντηση ολόκληρης της οικογένειας. Θυμάμαι χαρακτηριστικά στο δημοτικό σχολείο την Παναγιού του Πανελέω να διαβάζει την έκθεσή της με θέμα το Πάσχα και να λέει πως «το Πάσχα είναι η ημέρα που τρώμε όλοι μαζί». Τόσο με επηρέασε η παρατήρησή της που τη θυμάμαι ακόμη. Στο χειμωνιάτικο κοιμούνται οι παππούδες σε στρώμα φτιαγμένο από «σάλμη» (καλαμιές), που το στρώνουν στο πάτωμα δίπλα στο τζάκι και σπανιότερα στο κρεβάτι φτιαγμένο με τάβλες πάνω σε ξύλινα τρίποδα, «στρίποδα» τα έλεγαν. 
Το εικονοστάσι με τα στέφανα στο σπίτι του Μίκη
 (λήψη 1-10-2013)






Το εικονοστάση στο σπίτι του ΚώτσηΡέππα
(λήψη 30-9-2013)





Στην νοτιοανατολική πάντοτε γωνία του χειμωνιάτικου βρίσκεται το εικονοστάσι, που καλύπτεται με κεντημένο πανί. Μαζί με τις εικόνες βρίσκονται το θυμιατήρι, ένα μπουκαλάκι με αγιασμό από τα Θεοφάνεια, ξεραμένος  βασιλικός και καντιφέδες από του Σταυρού καθώς και ένα κλαδί βάγια από την Κυριακή των Βαΐων. Στον τοίχο δίπλα στις εικόνες είναι στερεωμένη  η στεφανοθήκη και από την οροφή κρέμεται το καντήλι. Απαραίτητο συμπλήρωμα του χειμωνιάτικου είναι το εντοιχισμένο ντουλάπι, όπου τοποθετούνται το «σκορδοστούπι», το «χαβάνι», το λαδικό, το πήλινο δοχείο με το αλάτι και άλλο με τον πελτέ, διάφορα τρόφιμα, τα ποτήρια, οι κούπες, το μπρίκι, το πήλινο αγγείο για το προζύμι και από το πάτερο κρέμεται η σανίδα με τα καρβέλια το ψωμί, δεμένη με σύρματα για να γλιστρούν τα ποντίκια και να μη μπορούν να το μαγαρίσουν.
Η σάλα, είναι ο χώρος προβολής της οικογένειας αλλά και κρεβατοκάμαρα. Έχει σε όλους τοίχους παράθυρα και συνεπώς άπλετο φωτισμό. Στον τοίχο είναι στηριγμένος ο καθρέφτης και δεξιά και αριστερά του στον τοίχο φωτογραφίες συγγενών και φίλων. Κάτω από τον καθρέφτη είναι τοποθετημένο ένα τραπέζι συνήθως 1,00Χ 0,60 και ύψος 0,80 μ. με δυο-τρεις καρέκλες και περιμετρικά στους τοίχους ένα ή δύο κρεβάτια. Το τραπέζι μπορεί να βρίσκεται και στη μέση του δωματίου. Δίπλα στον τοίχο του μεγάλου κρεβατιού είναι στεραιωμένη η «πάντα», ένα ύφασμα βελούδινο ή χοντρό του αργαλειού με χρωματιστή παράσταση.Τον εξοπλισμό συμπληρώνει να  μπαούλο ή κασέλα με τα ασπρόρουχα, ο γιούκος με στιβαγμένες τις κουβέρτες, προικιά της νύφης ή της ανύπαντρης θυγατέρας καθώς και μια κρεμάστρα.
Κάτω από τη σάλα έχει διαμορφωθεί το κατώϊ με εσωτερική και εξωτερική είσοδο, εφόσον το επιτρέπει ο περιβάλλων  χώρος, που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση των τροφίμων και των παραγομένων προϊόντων αλλά και για τη φύλαξη των εργαλείων. Στο κατώι βρίσκονταν το «κασόνι» με το στάρι και το κριθάρι, η «λίμπα», μεταλλικό δοχείο με ξύλινη ή όχι επένδυση και το κιούπι ή πιθάρι για τη αποθήκευση του λαδιού, τα βαγένι με το κρασί, το «τουλούμι» με τις ελιές, το βαρέλι με το τυρί, οι πατάτες, τα κρεμμύδια και ό,τι άλλο μπορούσαν να αποθηκεύσουν.

Το δίπατο σπίτι του ΘύμιοΠάνα
Το δίπατο σηματοδοτεί μια νέα φάση οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης του οικισμού και εκφράζει τη νέα αντίληψη για τη χρήση των χώρων.
Ο άνω όροφος, το ανώι, χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τη διαμονή και ενδιαίτηση των μελών της οικογένειας. Αποτελείται συνήθως από τρία δωμάτια, το χειμωνιάτικο, την καμαρούλα και τη σάλα, ενώ η είσοδος οδηγεί στον προθάλαμο. Η χρήση και ο εξοπλισμός των χώρων αυτών είναι ίδιος όπως στον προηγούμενο τύπο περιγράφεται. Το ισόγειο καλύπτει λειτουργίες σχετικές με την παραγωγική δραστηριότητα της αγροτικής οικογένειας, την αποθήκευση της αγροτικής παραγωγής, των αναγκαίων για τη συντήρηση της οικογένειας τροφίμων και των εργαλείων. Σπάνια το ισόγειο χρησιμοποιείται για την σταύλιση των ζώων και την αποθήκευση ζωοτροφών∙ για την εξυπηρέτηση των αναγκών αυτών υπάρχει άλλο κτίσμα είτε συνέχεια του σπιτιού είτε χωριστά.
Η εξωτερική πέτρινη σκάλα του σπιτιού
του Μάνθου (λήψη 30-9-2013)
Η προσπέλαση στο σπίτι γίνεται με εξωτερική σκάλα που τοποθετείται στη μακριά πλευρά του σπιτιού και καταλήγει σε βεράντα, που είναι πάντοτε σκεπασμένη με μονόρριχτη ή τρίρριχτη στέγη με κεραμίδια, το χαγιάτι. Η βεράντα προεξέχει από τον βασικό κορμό του κτίσματος, είναι ξύλινη και στηρίζεται σε ξύλινους στύλους. Η σκάλα, που οδηγεί στο χαγιάτι είναι πάντοτε πέτρινη με προστατευτικό συνήθως τοίχο σε όλο της το μήκος.

Ο φέρων οργανισμός του κτιρίου είναι οι τοιχοποιίες. Χρησιμοποιείται η πέτρα, που αφθονεί στην περιοχή. Οι πέτρες χρησιμοποιούνται αλάξευτες, εκτός από τους γωνιόλιθους, αγκωνάρια  και ως συνδετικό υλικό χρησιμοποιήθηκε αρχικά το χώμα και μεταγενέστερα το ασβεστοκονίαμα. Εσωτερικά η τοιχοποιία επιχρίζεται, ενώ εξωτερικά ή παραμένει ως έχει ή γίνεται μια ελαφριά αρμοκάλυψη για την προστασία του συνδετικού υλικού (χώματος) από τη βροχή. Το πάχος του τοίχου είναι συνήθως 0,60 μ. Τα εσωτερικά διαχωριστικά του χώρου γίνονταν με καρφωμένα  καλάμια και αργότερα με μπαγδατόπηχες, που τα επίχριζαν.
Τα ανοίγματα ποικίλουν σε διαστάσεις. Τα μονόσπιτα χαρακτηρίζονται για τις μικρές διαστάσεις των ανοιγμάτων συνήθως 0,40Χ0,60 , που συνεχώς μεγαλώνουν. Όταν το χτίσιμο της τοιχοποιίας φτάσει στο ύψος του πρεβαζιού τοποθετείται η κάσα εξωτερικά στον τοίχο, που περιβάλλεται από την τοιχοποιία. Το γεφύρωμα της τοιχοποιίας στο ψηλότερο σημείο του ανοίγματος γίνεται με ξύλινο πρέκι από ακατέργαστα χοντρά κλαδιά δένδρων. Τα κουφώματα (πόρτες και παράθυρα) είναι ξύλινα σανιδωτά. Τα τζαμιλίκια με δύο ή τρία καΐτια μπαίνουν εσωτερικά στα παράθυρα.
Η στέγη είναι ελαφριά κατασκευή με πλέγμα ξύλων και επικάλυψη με κεραμίδια. Η δίρριχτη στέγη στηρίζεται σε όλο το μήκος των μακριών πλευρών της τοιχοποιίας και στο κεντρί, την κορυφή, δηλαδή, της τριγωνικής απόληξης της στενών πλευρών.  Στην τρίρριχτη στέγη ο κορφιάς στηρίζεται στο κεντρί και σε ένα ψαλίδι και στην τετράρριχτη μόνο στα ψαλίδια. Στις μακριές πλευρές της τοιχοποιίας καταλήγει στην αστράχα. Συνήθως η στέγη, όταν δεν καλυπτόταν εσωτερικά με ξύλινο ταβάνι, καλυπτόταν με καλάμια, που τα κάρφωναν πάνω από τα καδρόνια (κόρδες) και τα επίχριζαν με λάσπη από ασπρόχωμα ανακατεμένο με άχυρα και γιδότριχες ή τρίχες από τις ουρές των μεγάλων ζώων ως συνδετικό.
Από το σπίτι του Μίκη (λήψη 1-10-2013)

Η πόρτα εισόδου είναι ξύλινη και συνήθως ενισχυμένη με διπλoύς ή τριπλούς ταμπλάδες και προστατεύεται εσωτερικά με αμπάρα, που είναι είτε σιδερένια ράβδος, που στηρίζεται διαγώνια στον τοίχο ή  ξύλο χωνευτό στον τοίχο. Συνήθως η πόρτα εισόδου προστατευόταν από προέκταση της κεραμοσκεπούς στέγης. Πόρτα ταμπλαδωτή με ξύλινη αμπάρα χωνευτή στον τοίχο είχε το παλιό σπίτι του ΠανΘανάση (ΠΡΟΣΟΧΗ: Αναζητείται φωτογραφία).

Η αυλόθυρα, είναι ξύλινη και προστατεύεται από ελαφριά μονόριχτη κεραμοσκεπή. Αποτελείται από δύο ξύλινα φύλλα, το ένα από τα οποία είναι σταθεροποιημένο με διαγώνιο ξύλινο ή σιδερένιο αντιστήριγμα. Το άλλο φύλλο είχε συνήθως μια μικρή πόρτα ενσωματωμένη σ’ αυτό για να μπαινοβγαίνουν οι ένοικοι και οι επισκέπτες.
Αυλόθυρα

Τα σπίτια τα έφτιαχναν Λαγκαδιανοί χτίστες, που έφταναν με τα γαϊδούρια και τους παραγιούς τους μετά το Πάσχα και έμεναν μέχρι τα μέσα Σεπτέμβρη. Ονομαστοί μαστόροι, αφού «Ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο και οι Λαγκαδιανοί την Ελλάδα»!

Στην αυλή του σπιτιού θα βρούμε το φούρνο για το ψήσιμο του ψωμιού και συχνά και φαγητού. Κατασκεύαζαν πέτρινο τοίχο διαστάσεων 2Χ2 συνήθως σε επαφή με τη μάντρα, που τον γέμιζαν με χώματα και πέτρες. Επάνω στο επίπεδο αυτό έφτιαχναν τη βάση του φούρνου, την εστία ή «βάτρα» (Αλαβανικά vatёr- ra) με λάσπη από ασπρόχωμα, γιατί το είδος αυτό χώματος είναι περισσότερο συνεκτικό και δεν σκάζει, ανακατεμένο με θρυμματισμένα κεραμίδια, για να αποθηκεύεται η θερμότητα. Το υλικό αυτό το άφηναν να χάσει ένα μέρος της υγρασίας του και μετά το κοπάνιζαν αρκετά για δέσει και να μη δημιουργήσει ρωγμές. Η εστία του φούρνου είχε διάμετρο 1,20-1,40 μ. Περιμετρικά έκτιζαν το θόλο του φούρνου με λάσπη από χώμα και σπασμένα κεραμίδια σε πάχος 20 εκ. Η κατασκευή του φούρνου γινόταν από ειδικούς μαστόρους και τέτοιος στο Γκέρμπεσι ήταν ο Μίκης και στο Μάνεσι ο Σεβλέπης. Βοηθητικά όργανα του φούρνου ήσαν «το φουρνόξυλο», ένα ευθύγραμμο κατά το δυνατόν ξύλο, συνήθως κλαδί δέντρου, μήκους 2-2,5 μ. για το ανακάτεμα της φωτιάς, «η πανιάρα», ένα κομμάτι παλιό ύφασμα δεμένο στην άκρη ενός ξύλου για το σκούπισμα του φούρνου και το ξύλινο φτυάρι για το ρίξιμο των καρβελιών και των ταψιών στο φούρνο για να ψηθούν. Βέβαια προϋπόθεση για το καλό ψήσιμο του ψωμιού και του φαγητού ήταν να γνωρίζει η νοικοκυρά πότε ο φούρνος ήταν καλά καμένος. Όταν ο θόλος του φούρνου άσπριζε από το κάψιμο ήταν έτοιμος να δεχθεί και να ψήσει καλά τα καρβέλια το ψωμί. Πάντοτε η νοικοκυρά ξεχώριζε ένα κομμάτι ζυμάρι και έφτιαχνε τη λαγάνα, πολύ πιο λεπτή από τα καρβέλι που ψηνόταν νωρίτερα και τη έτρωγαν ζεστή με τυρί ή ελιές. Η χαρά ήταν το «τυγανόψωμο» (γκёτζιένι), που αν συνοδευόταν με τυρί φέτα γινόταν εξαίσιο έδεσμα.



Ο φούρνος του ΚώτσηΡέππα
(λήψη30-9-2013)


Ο φούρνος του Νταή
(λήψη 19-04-2009)
Το κοτέτσι, χαμηλό καλύβι για προστατεύονται κότες από το κρύο και την απειλή της αλεπούς, αλλά και των κλεφτοκοτάδων, ιδιαίτερα αγαπητή δραστηριότητα τουλάχιστον μέχρι τον δεύτερο πόλεμο. Στους δύο παράλληλους τοίχους στήριζαν ξύλα, όπου ανέβαιναν οι κότες, ως πτηνά, ενώ η πόρτα ήταν σταθερά κλειστή με ένα μικρό άνοιγμα στην κάτω γωνία για να μπαινοβγαίνουν οι κότες. Μέσα στο κοτέτσι ή σε άλλο κοντινό σημείο υπήρχε το κοφίνι, όπου γεννούσαν οι κότες. Μέσα στο κοφίνι τοποθετούσαν ένα αυγό, «το φόλι», για να το βλέπουν οι κότες και να γεννούν εκεί τα αυγά τους.
Η κοτόγουρνα (ποτίστρα)
Εγκαταστάσεις υγιεινής δεν υπήρχαν∙ τρία δεμάτια ξύλα όρθια στη σειρά απομόνωναν ένα χώρο, που χρησιμοποιούταν για αποχωρητήριο, ενώ για ύπαρξη λουτρού δεν γίνεται λόγος. Ούτε για οργανωμένο μαγειρείο μπορούμε να μιλήσουμε. Σε κάποια σπίτια υπήρχε σε παράθυρο του χειμωνιάτικου  νεροχύτης με ή χωρίς «βρυσάκι». Από το 1955 άρχισε δειλά-δειλά η κατασκευή χωριστής κουζίνας και μπάνιου, πάντοτε όμως έξω από το κυρίως σπίτι.
Τα σκουπίδια τα πετούσαν στη «φουσκή» (Αλβανικά Fushki,-a και fushnji) (κοπριά) υπήρχε, δηλαδή, διαμορφωμένος χώρος για τη συγκέντρωση της κοπριάς των ζώων, όπου άφηναν και ο,τιδήποτε μπορούσε να μεταβληθεί σε κοπριά. Μέρος αυτής της κοπριάς χρησιμοποιούταν ως βάση των σπορίων του καπνού, «τα τζάκια», πάνω στην οποία σκόρπιζαν χωνεμένη κοπριά και ό,τι περίσσευε το μετέφεραν και «κόπριζαν» τα χωράφια.
Το αλώνι, ήταν κυκλικό με «καλντερίμι». Υπήρχε δίπλα σε πολλά σπίτια και  συνήθως ανήκε ιδιοκτησιακά σε δύο γείτονες, οι οποίοι μετά τη γενίκευση του αλωνίσματος με μηχανικά μέσα έπαψαν να το χρησιμοποιούν και το προσκόλλησαν στις όμορες ιδιοκτησίες του.

Κλείνοντας προσθέτουμε ότι μετά το τέλος της επάρατης δεκαετίας 1940-50 άρχισε δειλά στην αρχή και δυναμικά λίγο αργότερα η οικονομική και κοινωνική ανάκαμψη. Οι άνθρωποι ρίχτηκαν στη δουλειά, ήθελαν να ζήσουν, να ξεχάσουν, να βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσης και φυσικά τα παλιά σπίτια είτε τα βελτίωσαν με προσθήκες και διαρρυθμίσεις είτε τα γκρέμισαν και έφτιαξαν καινούρια, άνετα, με πρωτόγνωρη εξυπηρέτηση των προσωπικών και οικογενειακών αναγκών. Όμως,  η νέα οικοδομική δράση έγινε χωρίς πρόγραμμα, χωρίς κάποιο σχέδιο, χωρίς αρχιτεκτονική καθοδήγηση, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν τσιμεντένοι όγκοι χωρίς προσωπικότητα ή διαφορετικότητα.


Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2013

Χειρόμυλος και τριβείο αλατιού


Χειρόμυλος και τριβείο αλατιού

Ο χειρόμυλος ή μόκρα (Αλβανικά mokёr, a, ra)  χρησιμοποιούταν, για να τρίβει τους κόκκους του σιταριού σε μεγέθη που να μπορεί το άλεσμα να χρησιμοποιηθεί για την παρασκευή του τραχανά∙ δεν άλεθαν το σιτάρι, για να το κάνουν αλεύρι. Επίσης χρησιμοποιούταν για το τρίψιμο του αλατιού. Ο χειρόμυλος αποτελούνταν από δύο κυκλικές και επίπεδες στις δύο εφαπτόμενες πλευρές πέτρες, που είχαν μήκος διαμέτρου 60 εκ. και πάχος 5-7 εκ. Στο κέντρο της  μιας από αυτές, την οποία τοποθετούσαν σε επίπεδο και ευρύ μέρος, συνήθως στο δάπεδο του σπιτιού, είχαν στηρίξει σταθερά σιδερένιο ή ξύλινο άξονα ή κατά την κατασκευή της είχαν  αφήσει κυλινδρικό εξόγκωμα. Η άλλη είχε στο κέντρο μια τρύπα και την τοποθετούσαν πάνω στη σταθερή πλάκα περνώντας τον άξονα από την τρύπα. Έτσι, επετύγχαναν  να κινείται η πάνω πλάκα κυκλικά και σταθερά πάνω στην ακίνητη. στην περιφέρεια της δεύτερης πλάκας είχαν στηρίξει κατακόρυφο σιδερένιο ή ξύλινο άξονα (χειρολαβή) και με την ανθρώπινη δύναμη η δεύτερη πλάκα κινιόταν περιστροφικά πάνω και σε επαφή με την πρώτη. Η μορφή αυτή χειρόμυλου κυριαρχούσε στην περιοχή της Αργολίδας. Υπήρχε και άλλη παραλλαγή του χειρόμυλου με βασικό χαρακτηριστικό η περιστρεφόμενη πέτρα να κινείται μέσα σε κοίλωμα με τοιχώματα της σταθερής πέτρας. Και στις δύο μορφές το «τάϊσμα» του χειρόμυλου γινόταν από το άνοιγμα στο κέντρο της περιστρεφόμενης πέτρας.  Έτσι , με την κίνηση και το βάρος της δεύτερης πλάκας έτριβαν το σιτάρι ή το αλάτι. Επειδή σήμερα είναι ακατανόητο να μιλάμε για το τρίψιμο του αλατιού, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι μετά τον ατυχή πόλεμο του 1897, που τελείωσε με νίκη των Τούρκων κατά της Ελλάδας, η Ελλάδα δεν είχε να πληρώσει στην Τουρκία την πολεμική αποζημίωση που όριζε η συνθήκη ειρήνης. Προσφέρθηκαν και δάνεισαν την Ελλάδα οι συνήθεις φίλοι της, οι οποίοι για να εξασφαλίσουν την επιστροφή των δανεικών επέβαλαν στην Ελλάδα τον λεγόμενο διεθνή οικονομικό έλεγχο (Δ.Ο.Ε.). Μεταξύ άλλων μέτρων οι δανειστές επέβαλαν να πωλούνται ορισμένα αγαθά αποκλειστικά, για να έχουν αυτοί τον έλεγχο των πωλήσεων, από κρατικά καταστήματα τα λεγόμενα μονοπώλια,  όπως φωτιστικό πετρέλαιο, σπίρτα και μεταξύ άλλων και το αλάτι, το οποίο πωλούσαν χονδρό και οι νοικοκυρές για να το χρησιμοποιήσουν έπρεπε να το τρίψουν. Το τρίψιμο του αλατιού γινόταν είτε με τον χειρόμυλο, που περιγράφουμε παραπάνω, είτε με μια ωοειδή πέτρα βάρους δέκα οκάδων περίπου, που κινιόταν με τα χέρια είτε πάνω σε επίπεδη μεγάλη πέτρα (του Κολιάμη) είτε  σε κοίλη (του Πιτσάκη).
               

             

 


Χειρόμυλοι από την έκθεση των αδελφών Ζήβα στη Λ.Κηφισίας
(Λήψη 22-09-2013)