Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2013

Τα πηγάδια - ύδρευση και άρδευση



Τα πηγάδια
 ύδρευση και άρδευση



Στο Γκέρμπεσι δεν υπήρχαν τρεχούμενα νερά και οι κάτοικοι προμηθεύονταν το τόσο απαραίτητο για τη συντήρηση της ζωής νερό από πηγάδια και ουσιαστικά από ένα πηγάδι. Φυσικά για άρδευση δεν γινόταν λόγος, αφού η λειψυδρία συνόδευε σταθερά τη ζωή των κατοίκων. Έτσι, η γεωργική παραγωγή εξαρτιόταν από τα κέφια του καιρού. Από τον Μάη έως τα μέσα του Σεπτέμβρη σπάνια έβρεχε.
Στο χωριό υπήρχαν τρία κοινόχρηστα πηγάδια και πέντε ιδιωτικά για την κάλυψη των οικιακών αναγκών καθώς και άλλα πέντε ιδιωτικά, που ανοίχτηκαν μετά τον πόλεμο για άρδευση.

Το ένα κοινόχρηστο πηγάδι βρισκόταν στη σημερινή πλατεία, μπροστά στο κοινοτικό γραφείο. Είχε βάθος 25 περίπου μ. και το εσωτερικό του ήταν κτισμένο με πέτρες και ασβεστοκονίαμα, για να εμποδίζεται το γκρέμισμα των τοιχωμάτων. Στην εποχή μου το πηγάδι προστατευόταν από υπέργεια τετράγωνη τσιμεντένια κατασκευή ύψους 0,80 μ. Το νερό ήταν γλυφό και λιγοστό. Το γέμισαν με πέτρες και καταλήφθηκε από την πλατεία.

Το πηγάδι που βρισκόταν στο σταυροδρόμι μπροστά από το σπίτι του Μόσμη και στο νερό του οποίου κυριολεκτικά οφείλεται η ζωή και η διάρκεια του οικισμού, ήταν το σχεδόν μοναδικό μέσο ύδρευσης των κατοίκων. Δεν γνωρίζουμε το χρόνο ανόρυξης του πηγαδιού ούτε εκείνους που αποφάσισαν την επιλογή του σημείου∙ οπωσδήποτε όμως χτύπησαν φλέβα. Είναι βέβαιο πως η ανόρυξη συνδέεται με το χρόνο δημιουργίας του οικισμού, αφού η μόνιμη εγκατάσταση των ανθρώπων προϋποθέτει την ύπαρξη νερού αρκετού για την εξυπηρέτηση των αναγκών τους. Μας έλεγαν οι παλαιότεροι πως το πηγάδι το είχαν φτιάξει Τούρκοι. Η επιλογή του σημείου ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένη, γιατί σε ένα τόπο άνυδρο, όπως ήταν το Γκέρμπεσι, το πηγάδι διατηρούσε νερό αρκετό για την εξυπηρέτηση των αναγκών των κατοίκων. Το πηγάδι είχε διάμετρο 2,5 μ. περίπου και βάθος ίσως 20 μ. Εσωτερικά ήταν επενδυμένο με χτιστές πέτρες για την προστασία των τοιχωμάτων και εξωτερικά προστατευόταν με περιμετρικό τοίχο κατασκευασμένο από μεγάλες πέτρες. Ο προστατευτικός τοίχος είχε πλάτος κατασκευής περί τα 2,5 μ. και ύψος κατά τη βορεινή πλευρά  1 μ. και κατά τη νοτινή 2 μ. περίπου λόγω κατωφέρειας του εδάφους, ενώ τα χείλη του ήταν φτιαγμένα από μεγάλες επιμήκεις πέτρες πελεκημένες κατά τις δύο όψεις, ήτοι την επάνω και την εσωτερική προς το κέντρο του πηγαδιού. Οι εσωτερικές παρειές έφεραν συνεχείς παράλληλες εγκοπές σε βάθος τεσσάρων δαχτύλων περίπου, που είχαν δημιουργηθεί από την επί δεκαετίες τριβή των σχοινιών των κουβάδων κατά την άντληση του νερού. Η άντληση του νερού γινόταν με μεταλλικούς κουβάδες χωρητικότητας πέντε περίπου λίτρων. Έφεραν λαβή, το «χαρβάλι», από χοντρό σύρμα, όπου έδεναν το σχοινί, «τριχιά» και το τραβούσαν αποκλειστικά με τη μυϊκή τους δύναμη χωρίς δηλαδή τη χρήση μηχανικών μέσων. Η βύθιση του κουβά στο νερό του πηγαδιού απαιτούσε κάποια δεξιότητα∙ ένα τίναγμα του σχοινιού δεξιά-αριστερά μετέδιδε την κίνηση στον κουβά, που αναποδογύριζε και βυθιζόταν στο νερό. Γύρω από το πηγάδι υπήρχαν πέτρινες γούρνες για το πότισμα των ζώων. Πρωί, βράδυ τα ζώα, μουλάρια και γαϊδούρια (τα άλογα ήσαν σπάνια) οδηγούνταν στο πηγάδι για πότισμα∙ τα προορισμένα για οικιακή χρήση πρόβατα και κατσίκια ποτίζονταν με μεταφερόμενο νερό στο σπίτι, ενώ τα κοπάδια ποτίζονταν είτε στο πηγάδι  της Κ ρλιας είτε στο ποτάμι του Αμαριανού και σπάνια στο πηγάδι αυτό. Η μεταφορά του πόσιμου νερού γινόταν με ξύλινα βαρέλια και ήταν αποκλειστική υποχρέωση των γυναικών∙ ήταν ντροπή  ένας άντρας να κουβαλήσει το βαρέλι στην πλάτη του. Στο βαρέλι άνοιγαν δύο τρύπες, τη μία στη επάνω βάση, που χρησιμοποιούσαν για το γέμισμα και την άλλη στην κατακόρυφη επιφάνεια για το άδειασμα. Τις τρύπες τις έκλειναν με βουλώματα από ύφασμα, δεμένα σταθερά με σκοινιά πάνω στο βαρέλι. Στο σπίτι δίπλα στο βαρέλι βρισκόταν το ξύλινο κανάτι, που οι βαρελάδες της Τζήριας το έφτιαχναν από ξύλο ευωδιαστό.
Το Ξύλινο κανάτι
 Η γυναίκα αφού γέμιζε το βαρέλι, εάν ήταν νέα το φορτωνόταν στην πλάτη της χωρίς να το δένει και το κρατούσε με το χέρι της, ενώ εάν ήταν μεγαλύτερης ηλικίας έδενε το βαρέλι με το σχοινί του κουβά με θηλιά οριζόντια πίσω στις πλάτες της  και με το κουβά γεμάτο μετέφερε το νερό στο σπίτι. Για τις άλλες ανάγκες του σπιτιού και κυρίως για τα σπορεία του καπνού, «τα τζάκια», βασικής καλλιέργειας στο Γκέρμπεσι και στα γύρω χωριά η μεταφορά του νερού γινόταν με τσίγκινες νταμιτζάνες, τις «τραμουτζάνες», τις οποίες φόρτωνα στο γαϊδούρι. 
Νταμιτζάνα για μεταφορά νερού με ζώο
(Λήψη 02-102013)

Οι νταμιτζάνες έπαιρναν  περίπου 20 οκάδες νερό η κάθε μια. Σε περιόδους που δεν έβρεχε αρκετά και το νερό δεν επαρκούσε, διόριζαν φύλακα, «το νερουλά», που επέτρεπε σε κάθε σπίτι να παίρνει την ποσότητα , που δικαιούνταν. Η προμήθεια της επί πλέον ποσότητας νερού που ήταν αναγκαία γινόταν είτε από το ποτάμι του Αμαριανού, αν έφερνε νερό, είτε από την πηγή του Αγίου Θωμά στα Δενδρά, είτε από το πηγάδι του ΑγιουΘόδωρα πίσω από το παληόκαστρο. Αυτά μέχρι το έτος 1961, που το χωριό άρχισε να υδρεύεται από κοινοτικό δίκτυο και κοινοτική γεώτρηση, που βρίσκεται στα «Μεν(λ)εμένια», στη συμβολή του ποταμού του Αμαριανού με το δρόμο Μέρμπακα-Χέλι και η οποία εξακολουθεί να χρησιμοποιείται για άρδευση. Το πηγάδι του χωριού ήταν βέβαια και σημείο ανταλλαγής πληροφοριών  για κάθε τι που είχε συμβεί στο χωριό ή στη γύρω περιοχή∙ ήταν επίσης ο τόπος που οι νυφάδες, ιδίως εκείνες που έρχονταν από άλλα χωριά, έκανα την παρθενική τους εμφάνιση και συγκέντρωναν βέβαια να «ξόμπλια» των άλλων γυναικών. Είχε αρχίσει η εντατική εκμετάλλευση των υπογείων υδάτων και ο υδροφόρος ορίζοντας κατέβηκε χαμηλά, τόσο που το πηγάδι στέρεψε. Είχε πλέον σταματήσει να συντηρεί τη ζωή στο Γκέρμπεσι και διατηρήθηκε στην αρχική του μορφή για ένα διάστημα μέχρι που το έτος 1980 η κοινοτική αρχή (πρόεδρος Πάνος Λιλής) αποφάσισε να ισοπεδώσει και ασφαλτοστρώσει το χώρο, για να μπορεί το λεωφορείο να παίρνει άνετα τη στροφή, όπως είπανε τότε. Το γκρέμισαν και το γέμισαν με τις πέτρες του, που πολλά θα είχανε να μας πούνε για την πορεία της ζωής στο Γκέρμπεσι.

Ενδιαφέρουσα η διήγηση του Κώστα Γ. Ρέππα-Κολιάμη, που είχε από τον πατέρα του. Πριν ανοίξουν το πηγάδι για το οποίο γίνεται λόγος παραπάνω, υπήρχε άλλο πηγάδι, κοντά στο νεώτερο στο παλιό περιβόλι του Μόσμη, που βρίσκεται βόρεια του καφενείου του Γεωργούλη και ανατολικά του σπιτιού του Παναγιώτη Δ. Υψηλάντη. Για την προμήθεια του νερού κατέβαιναν εσωτερική πέτρινη σκάλα και απ’ ευθείας γέμιζαν τα δοχεία βουτώντας τα στο νερό. Δε γνωρίζουμε τους λόγους, που επέβαλαν την ανόρυξη του άλλου πηγαδιού.

Το πηγάδι του ΑϊΓιαννιού  βρίσκεται στη «Φλιαμπουρίτσα», δηλαδή στο ρέμα δεξιά από την τελευταία στροφή του δρόμου προς το εκκλησάκι. Αυτό υπήρχε, έτσι το διασώζει η συλλογική μνήμη. Είχε νερό μέχρι πρόσφατα και το χρησιμοποιούσαν για το πότισμά των προβάτων. Το εσωτερικό έχει επενδυθεί με πέτρες και οι παρειές του έχουν υψωθεί στους 80 πόντους με κτιστές πελεκητές πέτρες. Το πηγάδι έχει συνδεθεί με διηγήσεις τιμωριών και προστασίας των τσοπάνηδων από τον Αϊ Γιάννη, που χρησιμοποιούσαν τον χώρο και το νερό. Αξίζει κάποιας προστασίας και συντήρησης, είναι ιστορία μας.

Τα ιδιωτικά πηγάδια ήσαν:
του Πιτσάκη, στην αυλή του σπιτιού του∙ είχε βάθος τουλάχιστον 40 μ., λιγοστό νερό, που κατά καιρούς στέρευε και σιδερένιο μαγκάνι για το ανέβασμα του κουβά.

Το πηγάδι του Πιτσάκη με το μαγκάνι και την εξαιρετική
πέτρινη γούρνα (Λήψη 13-07-2007)
του Κουτούλη, στη γωνία του δρόμου, που σχηματίζει το σπίτι του Κωτσιαρίκο με του Κουτούλη∙ είχε γλυφό νερό, δεν πινότανε και συνήθως ήταν ξερό. Το 1944 και πριν αρχίσουν οι επιχειρήσεις των Γερμανών πολλοί κάτοικοι του χωριού έριξαν μέσα στο πηγάδι τα ρούχα των σπιτιών τους, για να τα προστατεύσουν από τους άρπαγες ταγματασφαλήτες. Όταν οι Γερμανοί φύγανε κατέβασαν με σχοινιά στο πηγάδι το μπάρμπα Βαγγέλη το Βαγγελιάπα, που έδενε τους μπόγους και οι επάνω τους ανέβαζαν. Από απροσεξία του όμως μπερδεύτηκε το πόδι του στα σχοινιά και μαζί με το μπόγο ανέβαζαν και το μπάρμπαΒαγγέλη. Ευτυχώς για κείνον πριν απομακρυνθεί πολύ από το βάθος του πηγαδιού ξεμπερδεύτηκε το πόδι και έπεσε πάνω στα ρούχα χωρίς να πάθει τίποτα. Είπε πως φώναζε να σταματήσουν το ανέβασμα, αλλά κανένας δεν τον άκουσε.
του Πανλέω (δηλαδή του Πάνου του γιού του Λεωνίδα), ήταν στην αυλή του σπιτιού. Η άντληση του νερού γινόταν με μαγγανοπήγαδο, αποτελούμενο από τύμπανο και κουβάδες, τις γνωστές μας «κουτσιούπες» και  λειτουργούσε με την ελκτική δύναμη του μουλαριού και αργότερα μηχανικά είτε με πετρελαιομηχανή είτε με ηλεκτρισμό.
Αντλητικό συγκρότημα κινούμενο με την ελκτική δύναμη ζώου
(panoramio)
Αντλητικό συγκρότημα στην αργολίδα με τύμπανο και κουβάδες
κινούμενο μηχανικά (Λήψη 30-07-2013)

Το μουλάρι κινιόταν κυκλικά γύρω από το πηγάδι έλκοντας έναν ξύλινο οριζόντιο άξονα, που συνδεόταν με κατακόρυφο μεταλλικό άξονα, πάνω στον οποίο στηριζόταν σταθερά οριζόντιος οδοντωτός τροχός. Η περιστροφική κίνηση του τροχού μεταδιδόταν σε κατακόρυφο οδοντωτό τροχό, που κινούσε περιστροφικά το τύμπανο με τη βοήθεια οριζόντιου άξονα. Το τύμπανο έφερε εσοχές όπου έμπαινα οι κουτσιούπες και άδειαζαν το νερό, το οποίο οδηγείτο σε τσιμεντένιο δοχείο απορροής και μετά με αυλάκια, τους «ποτιστάδες», έφτανε στο τόπο του ποτίσματος.             Ο ΠανΛέως χρησιμοποιούσε το νερό για να καλλιεργεί το γιούρτι του με λαχανικά, που πωλούσε στους Γκερμπεσιώτες. Το νερό ήταν λιγοστό και μετά την εγκατάσταση του κοινοτικού δικτύου ύδρευσης το πηγάδι το μπάζωσαν.
των Ρεππαίων, στη στροφή του κεντρικού δρόμου προς την πλατεία. Είχε βάθος 7,5-8 μ. με εσωτερική κτιστή επένδυση με πέτρες σε μήκος 1,5 μ., που κατέληγαν σε παρειές από μεγάλες πελεκητές πέτρες. Καταλήφθηκε από νεώτερα κτίσματα.
του Φρίμη, στην αυλή του σπιτιού. Χρησιμοποιήθηκε για την κάλυψη των οικιακών αναγκών της οικογένειας. Ο Φρίμης είχε ανοίξει πηγάδι μέσα στο ρέμα απέναντι από το σπίτι του Ψυχή, που και αυτό τα μπάζωσαν, γιατί δεν βρήκε νερό.

Μεταπολεμικά άνοιξαν πηγάδια,
ο Τζενεράλης, στις Γκοριτσιές, πάνω στο Παληόκαστρο. Το άνοιξαν το 1946 και τοποθέτησαν τύμπανο με κουβάδες, για να το χρησιμοποιήσουν για άρδευση. Το νερό ήταν λιγοστό και γρήγορα το μπάζωσαν,
ο ΚίτσιοΜαλλής, στην αυλή του σπιτιού. Λιγοστό το νερό και αργότερα το ενίσχυσαν με γεώτρηση. Δούλεψε για μερικά χρόνια, αλλά η εντατική εκμετάλλευση κατέβασε πολύ τον υδροφόρο ορίζοντα με αποτέλεσμα η γεώτρηση να στερέψει,
ο Ρήσος στην αυλή του Γιωργούτσο, χωρίς αποτέλεσμα,
ο ΚίτσιοΜπακατσιέλας στην αλεπού για άρδευση με ασήμαντα αποτελέσματα.
ο Κουτούλης στις «Λάκκες-Μπαρδιά», που και αυτή η προσπάθεια ήταν αποτυχημένη.
Το κοινοτικό δίκτυο ύδρευσης. Σήμερα το χωριό διαθέτει δίκτυο ύδρευσης, που συνδέεται με όλα τα σπίτια. Οι προσπάθειες της τότε κοινοτικής αρχής για τη δημιουργία του δικτύου ύδρευσης ολοκληρώθηκαν το 1961 με την ανόρυξη γεώτρησης στα «Μενεμένια», εκεί που το ποτάμι του Αμαριανού συναντάται με την επαρχιακή οδό Μέρμπακα-Χελιού, την κατασκευή υδατοδεξαμενής στο  ύψωμα «Μαλιμπάρδι» και την σύνδεση όλων των νοικοκυριών με το δίκτυο. Επειδή το νερό της γεώτρησης αυτής μειώθηκε αισθητά σε σημείο που δεν μπορούσε να προμηθεύσει στους κατοίκους την αναγκαία ποσότητα νερού, άνοιξαν νέα γεώτρηση ανατολικά του χωριού στο δρόμο προς τον Αϊ Γιάννη. Βέβαια όπως ολόκληρη η Αργολίδα έτσι και η γεώτρηση του χωριού δεν απέφυγε την περιβαλλοντική ρύπανση.
Τέλος, θα πρέπει να μιλήσουμε και για το ποτάμι του Αμαριανού. Πηγάζει από τις νοτιοδυτικές υπώρειες του Αραχναίου όρους και με αρκετούς παραπόταμους διασχίζει τα «Μαύρα Λιθάρια» και τον Αμαριανό∙ στα Κουτρουμπέϊκα συνδέεται με το ξεροπόταμο του Καραμπαμπά, περνάει μεταξύ Παναρήτι και Μέρμπακα και φτάνει στο Κούτσι, όπου χάνεται η κοίτη του. Σήμερα κατεβάζει λίγο νερό κατά τους ανοιξιάτικους μήνες μέχρι στις Βάρδες, όπου το νερό απορροφάτε, ενισχύοντας έτσι την υδροφόρο λεκάνη του Αργολικού κάμπου. Μέχρι το 1950 ίσως και λίγο αργότερα κρατούσε νερό, που βαθμηδόν το έχασε. Για άρδευση χρησιμοποιήθηκε κατά την περίοδο της Γερμανικής κατοχής. Οι Γκερμπεσιώτες πιάσανε αρκετά ψηλά το νερό, που με αυλάκι και φυσική ροή έφθανε μέχρι το γεφύρι[1]. Για δύο χρόνια οι Γκερμπεσιώτες καλλιέργησαν λαχανικά, που συνέβαλαν στην αντιμετώπιση της κατοχικής πείνας. Από το 1945 όμως άρχισαν οι διώξεις  εκείνων που αντιστάθηκαν στους Γερμανούς κατακτητές και τέτοιοι υπήρχαν πολλοί, ίσως πάρα πολλοί στο Γκέρμπεσι και η προσπάθεια της λαχανοκαλλιέργειας διακόπηκε. Μόνο ο γέρο Πούλος με το γαμπρό του τον Κανέλο συνέχισαν. Το νερό του Αμαργιανού χρησιμοποιήθηκε και για το πλύσιμο των σκεπασμάτων (κουβέρτες, λιοπάνες[2], προκόβες, κουρελούδες κ.λ.π.). Κοντά στο περιβόλι του Κανέλο το ποτάμι είχε μεγάλες πέτρες, που σχημάτιζαν ένα «λοτσιάρι», μια γούβα με αρκετό νερό, που διευκόλυνε το πλύσιμο των σκουτιών. Οι γυναίκες συνοδευόμενες συνήθως από άνδρες φόρτωναν στα ζώα τα ρούχα και τα έριχναν στο νερό χωρίς να χρησιμοποιήσουν σαπούνι ή σοδόνερο, υγρό δηλαδή που έμενε από την παρασκευή του σαπουνιού στο σπίτι. Μετά τα κοπάνιζαν[3], τα ξέβγαζαν και τα άπλωναν πάνω σε πέτρες για να στραγγίσουν. Η δουλειά αυτή γινόταν πριν το Πάσχα ή αφού τέλειωναν οι καλοκαιρινές δουλειές κατά τον Σεπτέμβρη. 

Gerbesi-midea.blogspot.com
Δεν έχω βρει φωτογραφίες του παλιού πηγαδιού και του πηγαδιού στην πλατεία∙ εάν κάποιος/α  έχει  τον/την παρακαλώ να επικοινωνήσει μαζί μου.
e-mail: midea.argolidas@gmail.com



[1] Δεν υπήρχε γεφύρι, αλλά τρεις κτιστές πέτρινες βάσεις για τη στήριξη της γέφυρας. Από την  περιοχή του  Αμαριανού περνούσε όπως και σήμερα ο δρόμος για το Χέλι, που δεν είχε συγκοινωνία με αυτοκίνητο, γιατί δεν είχαν ανοίξει το δρόμο στη «σκάλα» και οι Χελιώτες ήσαν υποχρεωμένοι να περνούν με τα υποζύγιά τους το ρέμα του Καραμπαμπά 500 μ. πριν ενωθεί με το ποτάμι του Αμαργιανού, στα σημερινά Κουτρουμπέϊκα. Το χειμώνα, όμως, το ρέμα του Καραμπαμπά κατέβαζε πολύ νερό, γιατί δεχόταν και τα νερά του οροπεδίου του Αραχναίου. Τότε ο πολιτευτής Ναυπλίου και στέλεχος του Λαϊκού κόμματος Πραξιτέλης Μουτζουρίδης (1885-1964), που είχε διατελέσει αντιπρόεδρος (1946-49) και πρόεδρος της Βουλής (1-12-1949/8-1-1950), επειδή είχε πολλούς ψηφοφόρους στο Χέλι, φρόντισε για την κατασκευή της γέφυρας, όπως είχε υποσχεθεί στους ψηφοφόρους του, όμως η προσπάθειά του διακόπηκε από τον πόλεμο του 1940 και στη συνέχεια η εκμηχάνιση κατέστησε περιττή την κατασκευή του γεφυριού.
[2] Λιοπάνα-ες, παράγεται από τη λέξη ελαιόπανο∙ ήσαν σκεπάσματα φτιαγμένα στον αργαλειό με στιμόνι «καζίλι», χοντρή δηλαδή κλωστή και υφάδι το μεσαίο σε πάχος νήμα που έφτιαχναν  με το γνέσιμο μαλλιών προβάτου, είναι οι λεγόμενες «σπρωχτιές» κουβέρτες, που τις χρησιμοποιούσαν για να σκεπάζονται, αλλά λόγω έλλειψης βιομηχανικών ελαιόπανων τις έστρωναν κάτω από την ελιά  για να συγκεντρώνουν τον ελαιόκαρπο.
[3] Κόπανος, (όχι ανθρώπινη ιδιότητα) ήταν όργανο κατασκευασμένο από σκληρό ξύλο μήκους 50 εκ. , πλάτους 10-15 εκ. και πάχους 5 εκ. του οποίου το ένα άκρο το στρογγύλευαν για να μπορούν να το κρατάνε (χειρολαβή) και με το οποίο κοπάναγαν κατά το πλύσιμο τα χοντρά ρούχα έτσι που με το κοπάνισμα το νερό να παρασέρνει και τη βρώμα και να καθαρίζει η κουβέρτα. 



2 σχόλια: