Τα σπίτια στο Γκέρμπεσι
Αρχιτεκτονική εξέλιξη των χώρων κατοικίας
Στο Γκέρμπεσι ο παραδοσιακός τύπος σπιτιού, που «εκφράζει από τη μια ένα κοινό τρόπο ζωής και από την άλλη μια κοινή κατασκευαστική γνώση» ήταν το γνωστό μας «μακρυνάρι», δηλαδή ορθογώνιο, στενόμακρο, κεραμοσκεπές και πετρόκτιστο κτίσμα. Είναι ένας παμπάλαιος τύπος αγροτικής κατοικίας, χτισμένος με τον μεγάλο άξονα οριζόντια ή κάθετα προς τις υψομετρικές καμπύλες ανάλογα με τις ανάγκες και τη διαμόρφωση του εδάφους. Έχει σχεδόν πάντοτε μεσημβρινό προσανατολισμό και την είσοδο στο μέσον της μεγάλης πλευράς και οπωσδήποτε αυλή και πέρα από αυτήν μικρό ή μεγαλύτερο χώρο για καλλιέργεια κήπου ή και για κάτι περισσότερο, το λεγόμενο «γιούρτι». Περιβάλλεται για λόγους ασφαλείας από χαμηλό πετρόκτιστο τοίχο ή ξερολιθιά, πάνω στην οποία τοποθετούσαν δεμάτια με ξύλα, συνήθως πουρνάρια ή σφάλαχτρα, που με τα αγκάθια τους εμπόδιζαν τα ζώα να μπαίνουν στην αυλή ή στο γιούρτι. Η επικοινωνία γινόταν από μεγάλη δίφυλλη, ξύλινη αυλόπορτα με υπέρθυρο σκεπασμένο με κεραμίδια προς την πλευρά του διερχόμενου δρόμου, που ασφάλιζε με αμπάρα. Η κτηριολογική εξέλιξη είναι αντίστοιχη με την εξέλιξη των χρήσεων, που τελικά καθορίζουν τους επί μέρους τύπους σπιτιών. Έτσι, τα σπίτια εξελίσσονται με τέτοια συνέπεια, που ο κάθε τύπος φαίνεται να γεννιέται μέσα από τον προηγούμενό του. Κατά την έναρξη της δημιουργίας του οικισμού τα πρώτα καλυβόσπιτα βρίσκονται το ένα μακριά από το άλλο και κάθε οικογένεια ορίζει γύρω από τη διαμονή της μία έκταση γης, έτσι που κάθε καινούρια γενιά θα βρίσκει το «σπιτοτόπι» της. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργούνται ομάδες σπιτιών, γειτονιές, που ανήκουν στο ίδιο γένος. Χαρακτηριστικές είναι οι εγκαταστάσεις των Παπαγεωργοπουλαίων, των Λεκκαίων, και των Ρεππαίων. Οι Κοριλαίοι, παρότι είναι το δεύτερο σε μέγεθος γένος, φαίνεται πως εγκαταστάθηκαν στον οικισμό αργότερο, όταν είχαν ήδη καταληφθεί τα καλά κομμάτια και σκόρπισαν σ’ όλο το χωριό. Ο Ανδρέας Κορίλης-Κατσιός λέει χαρακτηριστικά πως «όλα τα χωράφια των Κοριλαίων είναι αγορασμένα».
Ο
χαρακτηριστικός τύπος κατοικίας είναι το
ισόγειο σπίτι, που εξελίσσεται οριζόντια με την προσθήκη νέων χώρων ανάλογα
με τις ανάγκες και την οικονομική εξέλιξη των κατοίκων και που απαντάται σε
πολλές παραλλαγές.
Στην αρχική
του μορφή το σπίτι αποτελείται από ένα μονόχωρο
ισόγειο κτίσμα με χωμάτινο δάπεδο και
δίρριχτη κεραμοσκεπή στέγη χωρίς καμινάδα (μονόσπιτο ή χαμώγειο). Οι τοίχοι είναι κτισμένοι με πέτρες και λάσπη από χώμα και δεν είναι σοβαντισμένοι εσωτερικά ούτε εξωτερικά. Το σπίτι
χρησιμοποιείται τόσο για τη ενδιαίτηση της οικογένειας όσο και για το σταυλισμό
των «μεγάλων» ζώων αλλά και των οικόσιτων και την αποθήκευση ζωοτροφών.
Εσωτερικά χωρίζεται σε δύο τμήματα από τα οποία το ένα χρησιμοποιείται για τον
σταυλισμό των ζώων και την αποθήκευση ζωοτροφών (αχούρι) και το άλλο, «η
γωνιά», που χρησιμοποιείται για την
ενδιαίτηση της οικογένειας, την αποθήκευση της παραγωγής και την φύλαξη των
εργαλείων. Μοναδικό διαχωρισμό των χώρων αποτελεί η υπερύψωση του επιπέδου
διαμονής της ανθρώπινης οικογένειας κατά μία βαθμίδα. Στο μέσον του μεγάλου
μεσημβρινού τοίχου είναι η πόρτα, που αντιστοιχεί στη γωνιά και που
χρησιμοποιούν από κοινού άνθρωποι και ζώα καθώς επίσης και ένα η δυο παράθυρα
μικρού μεγέθους. Στη «γωνιά» η οργάνωση είναι στοιχειώδης. Σε κάποιο σημείο της,
συνήθως στο μέσον βρίσκεται σε πεζούλι ή άλλοτε χωρισμένη κυκλικά με πέτρες η
εστία, όπου ανάβουν τη φωτιά είτε για την παρασκευή του φαγητού είτε για
θέρμανση. Η εστία δεν έχει καμινάδα για την απαγωγή του καπνού, που διαχέεται
σ’ όλο τον χώρο και διαφεύγει μέσα από τα ανοίγματα της σκεπής, αφού τα
κεραμίδια δεν τα έχουν πιάσει με λάσπη. Στους τοίχους έχουν τοποθετήσει ξύλινα
παλούκια ή έχουν κατασκευάσει εσοχές, τις «πονίτσες», για την τακτοποίηση των
πραγμάτων του νοικοκυριού. Στο Γκέρμπεσι το τελευταίο μονόχωρο σπίτι ήταν του
Κανάρη.
![]() |
Πονίτσα στου Μίκη (λήψη 30-9-2013) |
Εξέλιξη του
μονόχωρου σπιτιού αποτελεί το τρίχωρο
και το ημίπατο με κύριο χαρακτηριστικό τον σαφή διαχωρισμό του χώρου
διαμονής των ανθρώπων από το χώρο σταυλισμού των ζώων. Εξωτερικά το σπίτι
αποτελείται από ένα όγκο και διατηρεί την αρχιτεκτονική μορφή του
«μακριναριού», έχει τετράρριχτη και σπανιότερα τρίρριχτη στέγη με καμινάδα,
είναι μεγαλύτερο σε όγκο και επιφάνεια και με περισσότερα ανοίγματα. Οι τύποι
αυτοί σπιτιών απαντώνται σε διάφορες παραλλαγές με βασική εκείνη του αχυρώνα, εάν,
δηλαδή, ο αχυρώνας αποτελεί συνέχεια του μακρυναριού ή είναι χωριστό κτίσμα.
Το σπίτι του Μίκη-τρίχωρο με μεσάρι (λήψη 1-10-2013) |
Το σπίτι του Βασ. Δουφέκα-τρίχωρο |
Το τρίχωρο περιλαμβάνει
τρεις βασικά χώρους, ήτοι το μεσαίο δωμάτιο (το μεσάρι), στο οποίο οδηγεί η
είσοδος και που χρησιμοποιείται κυρίως για την παραγωγική δραστηριότητα της
οικογένειας και εν μέρει ως αποθηκευτικός χώρος, το χώρο διαμονής των ανθρώπων
(χειμωνιάτικο), που μπορεί να είναι υπερυψωμένος κατά 1-2 σκαλοπάτια και τη
σάλα, που χρησιμοποιείται ως χώρος υποδοχής και διανυκτέρευσης. Στη μια άκρη
του σπιτιού ή σε χωριστό κτίσμα βρίσκεται το αχούρι για τον σταυλισμό των ζώων
και την αποθήκευση των ζωοτροφών με δική του είσοδο και ενδεχομένως μικρή
αποθήκη. Χαρακτηριστικό είναι το σπίτι του Μίκη.
Το μεσάρι στο σπίτι του Μίκη (λήψη 1-10-2013) |
Ο τύπος του ημίπατου είναι τρίχωρος με κατώι. Η πόρτα εισόδου οδηγεί στο μεσαίο δωμάτιο (μεσάρι), που είναι ο χώρος της παραγωγικής δραστηριότητας της οικογένειας. Δίπλα είναι το χειμωνιάτικο, υπερυψωμένο κατά ένα ή δύο σκαλοπάτια και από την άλλη πλευρά του μεσαριού αναπτύσσεται υπερυψωμένο κατά δύο έως πέντε σκαλοπάτια ένα δωμάτιο (το πάτι), που χρησιμοποιείται ως χώρος υποδοχής και ύπνου. Κάτω από το πάτι είναι το κατώι, που διαχωρίζεται οριζόντια από το πάτι με ξύλινο πάτωμα και χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την αποθήκευση τροφίμων, της αγροτικής ή κτηνοτροφικής παραγωγής και την φύλαξη των εργαλείων. Το κατώι έχει εσωτερική και εξωτερική είσοδο και είναι χαμηλότερο κατά 2-3 σκαλοπάτια. Χαρακτηριστικό είναι το σπίτι του ΚώτσηΡέππα. Σε άλλη παραλλαγή του ημίπατου, το πάτι αποτελείται από δύο δωμάτια (σάλα και χειμωνιάτικο) και προθάλαμο και από κάτω υπόγειο, που διαχωρίζεται με ξύλινο πάτωμα. Χαρακτηριστικό είναι το σπίτι του Νταή.
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι κάτοικοι
ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία, ενώ η κτηνοτροφία και η μελισσοκομία ήταν
βοηθητικές απασχολήσεις. Το είδος αυτό της απασχόλησης επέβαλε τη χρήση μεγάλων
ζώων είτε για άροση είτε για μεταφορά και κάθε σπίτι είχε τουλάχιστον ένα
μουλάρι και ένα ή δύο γαϊδούρια. Ετσι, προέκυψε η ανάγκη, να κατασκευάζουν μεγάλα αχούρια τόσο για τον
σταυλισμό των ζώων όσο και για την αποθήκευση σημαντικών ποσοτήτων ζωοτροφών. Τα
περισσότερα σπίτια είχαν αχυρώνα χωριστό από το κυρίως σπίτι.
Το σπίτι του Νταή, ημίπατο με υπόγειο, Το σπίτι του ΚώτσηΡέππα, ημίπατο με κατώι
ανακανισμένο (λήψη 19-4-2009) (λήψη 30- 09- 2013)
|
Το χειμωνιάτικο ή γωνιά, αποτελεί το χώρο συγκέντρωσης της οικογένειας. Σε εσοχή ενός από τους τοίχους βρίσκεται το τζάκι ή παραστιά (παραεστία) ή βάτρα (Αλαβανικά vatёr- ra), που χρησιμοποιείται τόσο για την παρασκευή του φαγητού όσο και για τη θέρμανση της οικογένειας κατά τους χειμερινούς μήνες. Το κούτελο του τζακιού σκεπάζεται με το «τζακόπανο», επίμηκες ύφασμα του αργαλειού ή αγορασμένο και κεντημένο. Πάνω στο τζάκι τοποθετείται η λάμπα πετρελαίου, ενώ μέσα κρέμεται ο λύχνος για να φωτίζει το εσωτερικό. Επίσης μέσα στο τζάκι βρίσκεται η μασιά, η τσιμπίδα και η σιδεροστιά ή πυροστιά.
Το πάτωμα είναι σκεπασμένο με κουρελούδες και γύρω από το τζάκι
είναι τοποθετημένα τα σκαμνιά. Στον τοίχο υπάρχει μικρή κρεμάστρα καθώς και η
πιατοθήκη στολισμένη με τα «πιατόπανα», ενώ στο επάνω ράφι είναι τοποθετημένα
ελαφρά μαγειρικά σκεύη και δίπλα η «κουταλοθήκη». Σε κάποιο σημείο του
χειμωνιάτικου, συνήθως πίσω από την πόρτα, βρίσκεται ο «σοφράς», χαμηλό τραπέζι, στρογγυλό ή παραλληλόγραμμο,
που συγκεντρώνει την οικογένεια για το βραδινό συνήθως φαγητό. Βλέπετε, η γεωργική απασχόληση δεν επέτρεπε τη μεσημεριανή συνάντηση ολόκληρης της οικογένειας. Θυμάμαι χαρακτηριστικά στο δημοτικό σχολείο την Παναγιού του Πανελέω να διαβάζει την έκθεσή της με θέμα το Πάσχα και να λέει πως «το Πάσχα είναι η ημέρα που τρώμε όλοι μαζί». Τόσο με επηρέασε η παρατήρησή της που τη θυμάμαι ακόμη. Στο χειμωνιάτικο
κοιμούνται οι παππούδες σε στρώμα φτιαγμένο από «σάλμη» (καλαμιές), που το
στρώνουν στο πάτωμα δίπλα στο τζάκι και σπανιότερα στο κρεβάτι φτιαγμένο με
τάβλες πάνω σε ξύλινα τρίποδα, «στρίποδα» τα έλεγαν.
![]() |
Το εικονοστάσι με τα στέφανα στο σπίτι του Μίκη (λήψη 1-10-2013) |
![]() |
Το εικονοστάση στο σπίτι του ΚώτσηΡέππα (λήψη 30-9-2013) |
Στην νοτιοανατολική πάντοτε γωνία του χειμωνιάτικου βρίσκεται το εικονοστάσι, που καλύπτεται με κεντημένο πανί. Μαζί με τις εικόνες βρίσκονται το θυμιατήρι, ένα μπουκαλάκι με αγιασμό από τα Θεοφάνεια, ξεραμένος βασιλικός και καντιφέδες από του Σταυρού καθώς και ένα κλαδί βάγια από την Κυριακή των Βαΐων. Στον τοίχο δίπλα στις εικόνες είναι στερεωμένη η στεφανοθήκη και από την οροφή κρέμεται το καντήλι. Απαραίτητο συμπλήρωμα του χειμωνιάτικου είναι το εντοιχισμένο ντουλάπι, όπου τοποθετούνται το «σκορδοστούπι», το «χαβάνι», το λαδικό, το πήλινο δοχείο με το αλάτι και άλλο με τον πελτέ, διάφορα τρόφιμα, τα ποτήρια, οι κούπες, το μπρίκι, το πήλινο αγγείο για το προζύμι και από το πάτερο κρέμεται η σανίδα με τα καρβέλια το ψωμί, δεμένη με σύρματα για να γλιστρούν τα ποντίκια και να μη μπορούν να το μαγαρίσουν.
Η σάλα,
είναι ο χώρος προβολής της οικογένειας αλλά και κρεβατοκάμαρα. Έχει σε όλους
τοίχους παράθυρα και συνεπώς άπλετο φωτισμό. Στον τοίχο είναι στηριγμένος ο
καθρέφτης και δεξιά και αριστερά του στον τοίχο φωτογραφίες συγγενών και φίλων.
Κάτω από τον καθρέφτη είναι τοποθετημένο ένα τραπέζι συνήθως 1,00Χ 0,60 και
ύψος 0,80 μ. με δυο-τρεις καρέκλες και περιμετρικά στους τοίχους ένα ή δύο
κρεβάτια. Το τραπέζι μπορεί να βρίσκεται και στη μέση του δωματίου. Δίπλα στον τοίχο του μεγάλου κρεβατιού είναι στεραιωμένη η «πάντα»,
ένα ύφασμα βελούδινο ή χοντρό του αργαλειού με χρωματιστή παράσταση.Τον
εξοπλισμό συμπληρώνει να μπαούλο ή
κασέλα με τα ασπρόρουχα, ο γιούκος με στιβαγμένες τις κουβέρτες, προικιά της
νύφης ή της ανύπαντρης θυγατέρας καθώς και μια κρεμάστρα.
Κάτω από τη
σάλα έχει διαμορφωθεί το κατώϊ με
εσωτερική και εξωτερική είσοδο, εφόσον το επιτρέπει ο περιβάλλων χώρος, που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση
των τροφίμων και των παραγομένων προϊόντων αλλά και για τη φύλαξη των
εργαλείων. Στο κατώι βρίσκονταν το «κασόνι» με το στάρι και το κριθάρι, η
«λίμπα», μεταλλικό δοχείο με ξύλινη ή όχι επένδυση και το κιούπι ή πιθάρι για
τη αποθήκευση του λαδιού, τα βαγένι με το κρασί, το «τουλούμι» με τις ελιές, το
βαρέλι με το τυρί, οι πατάτες, τα κρεμμύδια και ό,τι άλλο μπορούσαν να
αποθηκεύσουν.
![]() |
Το δίπατο σπίτι του ΘύμιοΠάνα |
Ο άνω όροφος, το ανώι,
χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τη διαμονή και ενδιαίτηση των μελών της
οικογένειας. Αποτελείται συνήθως από τρία δωμάτια, το χειμωνιάτικο, την
καμαρούλα και τη σάλα, ενώ η είσοδος οδηγεί στον προθάλαμο. Η χρήση και ο
εξοπλισμός των χώρων αυτών είναι ίδιος όπως στον προηγούμενο τύπο περιγράφεται.
Το ισόγειο καλύπτει λειτουργίες σχετικές με την παραγωγική δραστηριότητα της
αγροτικής οικογένειας, την αποθήκευση της αγροτικής παραγωγής, των αναγκαίων
για τη συντήρηση της οικογένειας τροφίμων και των εργαλείων. Σπάνια το ισόγειο
χρησιμοποιείται για την σταύλιση των ζώων και την αποθήκευση ζωοτροφών∙ για την
εξυπηρέτηση των αναγκών αυτών υπάρχει άλλο κτίσμα είτε συνέχεια του σπιτιού
είτε χωριστά.
![]() |
Η εξωτερική πέτρινη σκάλα του σπιτιού του Μάνθου (λήψη 30-9-2013) |
Ο φέρων οργανισμός του
κτιρίου είναι οι
τοιχοποιίες. Χρησιμοποιείται η πέτρα, που αφθονεί στην περιοχή. Οι πέτρες
χρησιμοποιούνται αλάξευτες, εκτός από τους γωνιόλιθους, αγκωνάρια και ως συνδετικό υλικό χρησιμοποιήθηκε αρχικά
το χώμα και μεταγενέστερα το ασβεστοκονίαμα. Εσωτερικά η τοιχοποιία
επιχρίζεται, ενώ εξωτερικά ή παραμένει ως έχει ή γίνεται μια ελαφριά αρμοκάλυψη
για την προστασία του συνδετικού υλικού (χώματος) από τη βροχή. Το πάχος του
τοίχου είναι συνήθως 0,60 μ. Τα εσωτερικά διαχωριστικά του χώρου γίνονταν με καρφωμένα καλάμια και αργότερα με
μπαγδατόπηχες, που τα επίχριζαν.
Τα ανοίγματα ποικίλουν σε διαστάσεις. Τα
μονόσπιτα χαρακτηρίζονται για τις μικρές διαστάσεις των ανοιγμάτων συνήθως
0,40Χ0,60 , που συνεχώς μεγαλώνουν. Όταν το χτίσιμο της τοιχοποιίας φτάσει στο
ύψος του πρεβαζιού τοποθετείται η κάσα εξωτερικά στον τοίχο, που περιβάλλεται
από την τοιχοποιία. Το γεφύρωμα της τοιχοποιίας στο ψηλότερο σημείο του
ανοίγματος γίνεται με ξύλινο πρέκι από ακατέργαστα χοντρά κλαδιά δένδρων. Τα
κουφώματα (πόρτες και παράθυρα) είναι ξύλινα σανιδωτά. Τα τζαμιλίκια με δύο ή
τρία καΐτια μπαίνουν εσωτερικά στα παράθυρα.
Η στέγη είναι ελαφριά κατασκευή με πλέγμα ξύλων και επικάλυψη με κεραμίδια. Η δίρριχτη στέγη στηρίζεται σε όλο το μήκος των μακριών πλευρών της τοιχοποιίας και στο κεντρί, την κορυφή, δηλαδή, της τριγωνικής απόληξης της στενών πλευρών. Στην τρίρριχτη στέγη ο κορφιάς στηρίζεται στο κεντρί και σε ένα ψαλίδι και στην τετράρριχτη μόνο στα ψαλίδια. Στις μακριές πλευρές της τοιχοποιίας καταλήγει στην αστράχα. Συνήθως η στέγη, όταν δεν καλυπτόταν εσωτερικά με ξύλινο ταβάνι, καλυπτόταν με καλάμια, που τα κάρφωναν πάνω από τα καδρόνια (κόρδες) και τα επίχριζαν με λάσπη από ασπρόχωμα ανακατεμένο με
άχυρα και γιδότριχες ή τρίχες από τις ουρές των μεγάλων ζώων ως συνδετικό.
Η πόρτα εισόδου
είναι ξύλινη και συνήθως ενισχυμένη με διπλoύς ή τριπλούς ταμπλάδες και
προστατεύεται εσωτερικά με αμπάρα, που είναι είτε σιδερένια ράβδος, που
στηρίζεται διαγώνια στον τοίχο ή ξύλο
χωνευτό στον τοίχο. Συνήθως η πόρτα εισόδου προστατευόταν από προέκταση της
κεραμοσκεπούς στέγης. Πόρτα ταμπλαδωτή με ξύλινη αμπάρα χωνευτή στον τοίχο είχε το παλιό σπίτι του ΠανΘανάση (ΠΡΟΣΟΧΗ: Αναζητείται φωτογραφία).
Η αυλόθυρα, είναι
ξύλινη και προστατεύεται από ελαφριά μονόριχτη κεραμοσκεπή. Αποτελείται από δύο
ξύλινα φύλλα, το ένα από τα οποία είναι σταθεροποιημένο με διαγώνιο ξύλινο ή σιδερένιο
αντιστήριγμα. Το άλλο φύλλο είχε συνήθως μια μικρή πόρτα ενσωματωμένη σ’ αυτό για να μπαινοβγαίνουν οι ένοικοι και οι επισκέπτες.
Αυλόθυρα |
Τα σπίτια τα
έφτιαχναν Λαγκαδιανοί χτίστες, που έφταναν με τα γαϊδούρια και τους παραγιούς
τους μετά το Πάσχα και έμεναν μέχρι τα μέσα Σεπτέμβρη. Ονομαστοί μαστόροι, αφού
«Ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο και οι Λαγκαδιανοί την Ελλάδα»!
Στην αυλή του σπιτιού θα βρούμε το φούρνο για το ψήσιμο του ψωμιού και συχνά και φαγητού. Κατασκεύαζαν πέτρινο τοίχο διαστάσεων 2Χ2 συνήθως σε επαφή με τη μάντρα, που τον γέμιζαν με χώματα και πέτρες. Επάνω στο επίπεδο αυτό έφτιαχναν
τη βάση του φούρνου, την εστία ή «βάτρα» (Αλαβανικά vatёr- ra) με λάσπη από ασπρόχωμα, γιατί το
είδος αυτό χώματος είναι περισσότερο συνεκτικό και δεν σκάζει, ανακατεμένο με
θρυμματισμένα κεραμίδια, για να αποθηκεύεται η θερμότητα. Το υλικό αυτό το άφηναν
να χάσει ένα μέρος της υγρασίας του και μετά το κοπάνιζαν αρκετά για δέσει και
να μη δημιουργήσει ρωγμές. Η εστία του φούρνου είχε διάμετρο 1,20-1,40 μ. Περιμετρικά
έκτιζαν το θόλο του φούρνου με λάσπη από χώμα και σπασμένα κεραμίδια σε πάχος
20 εκ. Η κατασκευή του φούρνου γινόταν από ειδικούς μαστόρους και τέτοιος στο
Γκέρμπεσι ήταν ο Μίκης και στο Μάνεσι ο Σεβλέπης. Βοηθητικά όργανα του φούρνου
ήσαν «το φουρνόξυλο», ένα ευθύγραμμο κατά το δυνατόν ξύλο, συνήθως κλαδί
δέντρου, μήκους 2-2,5 μ. για το ανακάτεμα της φωτιάς, «η πανιάρα», ένα κομμάτι παλιό
ύφασμα δεμένο στην άκρη ενός ξύλου για το σκούπισμα του φούρνου και το ξύλινο
φτυάρι για το ρίξιμο των καρβελιών και των ταψιών στο φούρνο για να ψηθούν.
Βέβαια προϋπόθεση για το καλό ψήσιμο του ψωμιού και του φαγητού ήταν να
γνωρίζει η νοικοκυρά πότε ο φούρνος ήταν καλά καμένος. Όταν ο θόλος του φούρνου
άσπριζε από το κάψιμο ήταν έτοιμος να δεχθεί και να ψήσει καλά τα καρβέλια
το ψωμί. Πάντοτε η νοικοκυρά ξεχώριζε ένα κομμάτι ζυμάρι και έφτιαχνε τη
λαγάνα, πολύ πιο λεπτή από τα καρβέλι που ψηνόταν νωρίτερα και τη έτρωγαν ζεστή
με τυρί ή ελιές. Η χαρά ήταν το «τυγανόψωμο» (γκёτζιένι), που αν συνοδευόταν με
τυρί φέτα γινόταν εξαίσιο έδεσμα.
![]() |
Ο φούρνος του ΚώτσηΡέππα (λήψη30-9-2013) |
![]() |
Ο φούρνος του Νταή (λήψη 19-04-2009) |
Η κοτόγουρνα (ποτίστρα) |
Εγκαταστάσεις υγιεινής δεν υπήρχαν∙ τρία δεμάτια ξύλα όρθια
στη σειρά απομόνωναν ένα χώρο, που χρησιμοποιούταν για αποχωρητήριο, ενώ για
ύπαρξη λουτρού δεν γίνεται λόγος. Ούτε για οργανωμένο μαγειρείο μπορούμε να
μιλήσουμε. Σε κάποια σπίτια υπήρχε σε παράθυρο του χειμωνιάτικου νεροχύτης με ή χωρίς «βρυσάκι». Από το 1955
άρχισε δειλά-δειλά η κατασκευή χωριστής κουζίνας και μπάνιου, πάντοτε όμως έξω
από το κυρίως σπίτι.
Τα σκουπίδια τα πετούσαν στη «φουσκή» (Αλβανικά Fushki,-a και fushnji) (κοπριά) υπήρχε, δηλαδή, διαμορφωμένος χώρος για τη συγκέντρωση της κοπριάς των ζώων,
όπου άφηναν και ο,τιδήποτε μπορούσε να μεταβληθεί σε κοπριά. Μέρος αυτής της
κοπριάς χρησιμοποιούταν ως βάση των σπορίων του καπνού, «τα τζάκια», πάνω στην
οποία σκόρπιζαν χωνεμένη κοπριά και ό,τι περίσσευε το μετέφεραν και «κόπριζαν»
τα χωράφια.
Το αλώνι, ήταν κυκλικό με «καλντερίμι». Υπήρχε
δίπλα σε πολλά σπίτια και συνήθως ανήκε
ιδιοκτησιακά σε δύο γείτονες, οι οποίοι μετά τη γενίκευση του αλωνίσματος με
μηχανικά μέσα έπαψαν να το χρησιμοποιούν και το προσκόλλησαν στις όμορες
ιδιοκτησίες του.
Κλείνοντας προσθέτουμε ότι μετά το τέλος της επάρατης δεκαετίας 1940-50 άρχισε δειλά στην αρχή και δυναμικά λίγο αργότερα η οικονομική και κοινωνική ανάκαμψη. Οι άνθρωποι ρίχτηκαν στη δουλειά, ήθελαν να ζήσουν, να ξεχάσουν, να βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσης και φυσικά τα παλιά σπίτια είτε τα βελτίωσαν με προσθήκες και διαρρυθμίσεις είτε τα γκρέμισαν και έφτιαξαν καινούρια, άνετα, με πρωτόγνωρη εξυπηρέτηση των προσωπικών και οικογενειακών αναγκών. Όμως, η νέα οικοδομική δράση έγινε χωρίς πρόγραμμα, χωρίς κάποιο σχέδιο, χωρίς αρχιτεκτονική καθοδήγηση, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν τσιμεντένοι όγκοι χωρίς προσωπικότητα ή διαφορετικότητα.
Κλείνοντας προσθέτουμε ότι μετά το τέλος της επάρατης δεκαετίας 1940-50 άρχισε δειλά στην αρχή και δυναμικά λίγο αργότερα η οικονομική και κοινωνική ανάκαμψη. Οι άνθρωποι ρίχτηκαν στη δουλειά, ήθελαν να ζήσουν, να ξεχάσουν, να βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσης και φυσικά τα παλιά σπίτια είτε τα βελτίωσαν με προσθήκες και διαρρυθμίσεις είτε τα γκρέμισαν και έφτιαξαν καινούρια, άνετα, με πρωτόγνωρη εξυπηρέτηση των προσωπικών και οικογενειακών αναγκών. Όμως, η νέα οικοδομική δράση έγινε χωρίς πρόγραμμα, χωρίς κάποιο σχέδιο, χωρίς αρχιτεκτονική καθοδήγηση, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν τσιμεντένοι όγκοι χωρίς προσωπικότητα ή διαφορετικότητα.
Τα σπίτια στο Γκέρμπεσι - Αρχιτεκτονική εξέλιξη των χώρων κατοικίας